Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2011

Γλυκοβασανοφέρτης


Άγιος, διάβολος, τι τάχα να ’σαι,
φέρνεις σεισμό, τις ψυχές μας δονείς,
πότε στα σύννεφα μας ανεβάζεις,
πότε στα τάρταρα μας οδηγείς.

Σαν το σαράκι μάς τρως μέρα-νύχτα,
σ’ όλο το σώμα ψηλός πυρετός,
πέπλο ομίχλης στη σκέψη απλώνεις,
χάνει το βήμα του ο λογισμός.

Δίχως εσένα στυφή η ζωή μας
άχρωμη, άνοστη, δίχως παλμό,
όμως μαζί σου του κόσμου οι χάρες,
μέσα τους έχουνε πάντα καημό.

Έρχεσαι στ’ άγουρα άπειρα νιάτα,
τάζεις αιώνιες γλύκες πολλές,
όρκους για πάντα με χίλιες δεσμεύσεις,
μύριες ελπίδες, του χρόνου τροφές.

Και σε μεγάλους τα βέλη σου ρίχνεις,
άλλοι ξανά τη νεότητα ζουν,
άλλοι θολώνουν το δόλιο μυαλό τους
λόγια χαμένα τους ό,τι κι αν πουν.

Έρωτα, άγιε διαβολεμένε,
χρόνια σε ύμνησαν και σε υμνούν,
άτυχοι όσοι ποτέ δε σε βρήκαν
και διπλοάτυχοι όσοι σε βρουν.

Εκατό μέρες


Θαμπός ο ήλιος σήμερα στις δύο τού Σεπτέμβρη,
επίμονα τα σύννεφα τον μάχονται σκληρά,
η ψύχρα τού φθινόπωρου διώχνει το καλοκαίρι,
μα στις δικές μας τις καρδιές τα πάντα είναι ζεστά.

Βρεθήκαμε την άνοιξη κι οι δυο στη μοναξιά μας,
και βγήκε απ’ τη συνάντηση γλυκιά παρηγοριά,
προχθές γινήκαν εκατό οι μέρες τής χαράς μας,
που σαν ζευγάρι ζήσαμε και νιώθουμε πουλιά.

Πρώτη φορά κατάλαβα πώς είναι η αγάπη,
αισθήματα παλιότερα ξεφτίζανε γοργά,
αλλιώς ετούτη τη φορά, υπάρχει ένα κάτι,
που λέξεις δεν υπάρχουνε για να το πουν σωστά.

Θεμέλιο ατράνταχτο οι εκατό μας μέρες,
απάνω τους θα χτίσουμε ωραίο σπιτικό,
όσοι χειμώνες και να ρθουν και μέρες παγωμένες,
εμείς θα τό ’χουμε ζεστό, θα είναι ιδανικό.

Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2011

Ερημιά 1


Στης ερημιάς μου τη σιωπή,
στης μοναξιάς το τέλμα,
ήρθες ελπίδα ηχηρή,
ήσουν μια άνοιξη ανθηρή,
που φάνηκες παντοτινή,
και μ’ άρεσε το ψέμα.

Ήταν μια άνοιξη μικρή,
σαν κάθ’ ωραίο στη ζωή,
είχε διάρκεια τακτή
και έκλεισε το θέμα.

Συμφέρον

                                                 στον Χ.
Πάνω από γονείς κι αδέρφια υπάρχει το συμφέρον μου.
Πάνω από φίλους καρδιακούς, υπάρχει το συμφέρον μου.
Πάνω απ’ όλα υπάρχει το συμφέρον μου.
Και πάνω από μένα το καπάκι τού φερέτρου μου.

Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2011

Νίκη


«Νικάν αυτός αυτόν, πασών νικών αρίστη»,
βαρύ τ’ αρχαίο γνωμικό,
για χρόνια προσπαθείς μ’ επιμονή και πίστη,
κι ας τ’ αποτέλεσμα μικρό.

Αγώνας διαρκής που πάντοτε στοιχίζει,
αφού πολλές οι ήττες,
μα και το πείσμα για τ’ ορθό, πολύ αξίζει,
αφού γλυκές οι νίκες.

Ζωή με μόνο νίκες, θα είχαν οι θεοί,
ζωή χωρίς τις ήττες, οι ζωντανοί νεκροί.

Άνοιξή μου


Μυγδαλιά μου ανθισμένη,
άνοιξή μου ακριβή,
αν μου φύγεις, αν μου λείψεις,
τι τη θέλω τη ζωή.

Όταν με αφήνει ο ύπνος
μες στη νύχτα τη βαθιά,
την αγάπη μου φουντώνει
η ανάσα σου η γλυκιά.

Το πρωί σαν ξημερώσει,
είσαι η ανατολή,
πιο μεγάλη, πιο ωραία
από την πραγματική.

Μ’ αγκαλιάζεις με λατρεία,
μεταξένια τα φιλιά,
και τα μάτια σου μου λένε
«σ’ αγαπώ αληθινά».

Δύο χρόνια η ζωή μας
έχει πάντα ξαστεριά,
τον ορίζοντα κοιτάμε
μ’ αισιόδοξη ματιά.

Ο καθένας για τον άλλο
στήριγμα κι απαντοχή,
σ’ όλα σίγουροι για πάντα
θα τραβούμε στη ζωή.

Δε μπόρεσα


Μ’ αγάπησες πολύ.
Μου είπες λόγια γνήσια, πανέμορφα και πλούσια,
κι εγώ με λεξιλόγιο φτωχό.
Μ’ ανέβασες στα ύψη,
κι εγώ δεν ήξερα ποτέ μου να πετώ.
Μου έπλεξες στεφάνι θεϊκό,
κι εγώ ήμουν από σκέτο υλικό θνητό.
Δε μπόρεσα
σε τόση αγάπη ν’ ανταποκριθώ.
Συγχώρεσέ με.
Προσπάθησα.
Σ’ ευχαριστώ!

Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2011

Ίσως


-Γιατί βαρύ σε βλέπω απόψε, τι άλλαξε απ’ το πρωί;
Σύννεφο μαύρο στη ματιά σου, το χρώμα σου σαν το κερί,
τα χείλη σου σφιχτοδεμένα και η ρυτίδα φανερή.

-Πώς να σηκώσεις έναν λόγο που θα στον έλεγε εχθρός,
να σου τον λέει ο δικός σου, ο άνθρωπός σου ο καλός,
που ζει κοντά σου δέκα χρόνια και είναι ο μοναδικός;

Πώς να αντέξεις την κουβέντα πιο δυνατή από γροθιά,
να μη μπορείς να το πιστέψεις και να σου καίει τα σωθικά;
Και τώρα για τον άνθρωπό μου αλλιώς χτυπάει η καρδιά.

-Όσο βαρύς κι αν είν’ ο λόγος, όσο βαθιά η μαχαιριά,
μην αρνηθείς τα δέκα χρόνια, βάλε σε τάξη την καρδιά,
κοντά στη σύνεση ο χρόνος νερό θα ρίξει στη φωτιά.

Δες όμως πάλι την κουβέντα, απόψε κιόλας, πιο καλά,
ίσως θα βρεις κάποια ευθύνη και στα δικά σου τα παλιά
και λίγο-λίγο θα γλυκάνεις τον πόνο απ’ τη μαχαιριά.

Ο φίλος


Άμα στο διάβα της ζωής η τύχη σ’ αδικήσει,
μπροστά στην τύχη θα στηθεί, γερά θα σε στηρίξει.

Άμα χαθεί ο αδερφός κι ασήκωτη η λύπη,
αυτός κοντά σου θα σταθεί, ο αδερφός δε λείπει.

Άμα παιδί, νύφη, γαμπρός σε βάσανο σε ρίξει,
μέσα στο σπίτι σου θα ρθει, τη θλίψη θα λυγίσει.

Αν σ’ αδικήσει ο αδερφός και πέτρα σού πετάξει,
αυτός θα γίνει αδερφός, ασπίδα θα προτάξει.

Αν σ’ αρνηθούν τα πρόσωπα που ’ταν αγαπημένα,
αυτός έχει αισθήματα αγνά και δεδομένα.

Αν κάποιον θέλεις για να πεις το μαύρο μυστικό σου,
αυτόν θα έχεις έμπιστο και σίγουρο δικό σου.

Άμα σε βρει τρανή χαρά και γύρω η ζήλεια ανθίσει,
διπλή γι’ αυτόν θα ’ναι η χαρά, μ’ αγάπη θα στο δείξει.

Στο βλέμμα του, στα λόγια του, και  στης φωνής τον τόνο
ψέματα δε θα δεις ποτέ, καλή αλήθεια μόνο.

Το ταίρι μας και τα παιδιά, τ’ αδέρφια κι οι γονείς μας,
πρόσωπα όλα λατρευτά, σταθμοί για τη ζωή μας,
δίπλα τους στέκει άξιος, εφάμιλλος ο ΦΙΛΟΣ,
που είναι πια ισάδελφος και όχι μόνο ΦΙΛΟΣ.

Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2011

Αφροδίτη 1


Ως Έσπερο κι Αποσπερίτη, ως λαμπερό Αυγερινό
σ’ όλα μήκη και τα πλάτη σε θαύμασαν στον ουρανό,
με όνομα σωστό στολίδι, τής ωραιότερης θεάς,
ξεχώρισαν την ομορφιά σου, άστρο λευκό τής ξαστεριάς.

Ιεροφάντες, αστρομάντεις, οιωνοσκόποι, εξορκιστές
τάχα μπορέσανε να γίνουν της λάμψης σου ερμηνευτές.
Δεν έλυσαν το μυστικό σου της Βαβυλώνας οι σοφοί,
στις φάσεις σου ο Γαλιλαίος βρήκε εξήγηση σωστή.

Κι αν διαστημόπλοια διασχίσαν τα σύννεφά σου τα πυκνά
και αφιλόξενα τα βρήκαν τα χώματά σου τα καυτά,
εσύ αέναα διαγράφεις τις ορισμένες σου τροχιές.
Πανέμορφη μες στο λυκόφως, φανταχτερή στο λυκαυγές.

Τ' αδέρφια μου


Πρόσωπα, φίλοι και γνωστοί,
συνάδελφοι και χωριανοί
και σόι και ξαδέρφια μου.
Πάνω απ’ όλους τ’ αδέρφια μου.

Συμφέροντα και χρήματα,
περιουσίες, κτήματα,
οικόπεδα κι αμπέλια μου.
Πάνω απ’ όλα τ’ αδέρφια μου.

Υποχρεώσεις και δουλειές,
φροντίδες και αναποδιές
και κάρβουνα στα χέρια μου.
Πάνω απ’ όλα τ’ αδέρφια μου.

Τώρα που πέρασαν τα χρόνια, ήρθαμε ακόμα πιο κοντά,
να ’ταν στο χέρι μας ο χρόνος, μαζί θα ζούσαμε ξανά.
Να δίναμε να παίρναμε απλόχερα τη ζεστασιά
και να χαιρόμασταν διπλά ως τα βαθιά μας γηρατειά.

Μία κουβέντα


Μία κουβέντα σου έφτασε σήμερα
τέσσερα χρόνια στην άκρη να βάλει,
ένας παράδεισος έγινε χίμαιρα,
τέσσερα χρόνια μας πήγαν χαλάλι.

Κάποια σημάδια σου μόνος τα σκέπαζα,
άνοιξη δίπλα μου σ’ έβλεπα πάντα,
ούτε μια μέρα μακριά σου δεν έμεινα,
ο πυρετός μου για σένα σαράντα.

Τώρα ο λόγος σου μέσα στο ξέσπασμα
φώτισε ένα σκοτάδι αλήθειας,
χίλιες φορές απ’ αυτό το ξεσκέπασμα
να ’μενα πάντα σε ψέμα συνήθειας.

Μέσα στην άνοιξη τώρα χειμώνιασε
κι ο πυρετός μου δεν είναι σαράντα,
κάτι μεγάλο από μέσα μου άδειασε,
πάνε οι όρκοι που έλεγαν πάντα.

Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2011

Έστω

Αν χελιδόνι μου κάτι σε πνίγει,
αν στεναχώρια μεγάλη τραβάς,
θά ’ρθει σε λίγο Σεπτέμβρης, θα φύγεις,
κόσμος καινούριος εκεί που θα πας.

Μέσα στα ίδια εγώ θ’ απομείνω,
όλα παλιά, τετριμμένα, πεζά,
θα ’θελα, έστω για λίγο, να φύγω,
όμως ποτέ μου δεν είχα φτερά.

Όταν  και πάλι ξανάρθεις το Μάρτη,
θα ’χει περάσει χειμώνας βαρύς,
πάνω μου θα ’χει αφήσει σημάδι,
θα ’ταν καλύτερα αν δεν το δεις.

Όμως να ξέρεις πως είσαι για μένα
λόγος να βλέπω γλυκιά τη ζωή,
όσο κι αν μένω σε κάθε χειμώνα,
κάποιος, το ξέρω, το Μάρτη θα ’ρθει.

Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2011

Μέγιστη λέξη


Αν είσαι καλός, αν είσαι σωστός,
κι οι άλλοι κοντά σου σε βλέπουν αλλιώς,
και δεν εκτιμούν και δε θεωρούν,
και τα καλά σου τα προσπερνούν,
υπάρχει μια λέξη ωραία κι απλή,
χωράει παντού, είναι μικρή,
και γνώρισμα είναι μεγάλης καρδιάς,
είναι η μέγιστη λέξη «ας».

Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2011

Μισθός 2


Πέρασαν τριάντα χρόνια που ’μαι μισθωτός,
ως υπάλληλος του κράτους ήμουν τυχερός,
οι θερμές ευχές τής μάνας έπιασαν καλά,
αν διοριστείς, μου είπε, θα ’χεις μια θωριά.

Μπήκα στο υπαλληλίκι στα εικοσιεφτά,
αρκετές οι δυσκολίες, λίγα τα λεφτά,
όμως σίγουρη η θέση, σταθερή δουλειά,
και τα όνειρα που είχα τ’ άφησα μακριά.
           
Κι ως περνούσανε τα χρόνια, είδα τα στραβά,
μέσα στην ιεραρχία πέρασα πολλά,
έζησα υποτιμήσεις, υπολογισμούς,
χόρτασα υποχρεώσεις, υποσκελισμούς.

Φίλαρχοι και θεσιθήρες και ιδιοτελείς
άρμεξαν την εξουσία ως επιτελείς,
άλλαζαν οι κυβερνήσεις και οι υπουργοί,
των αξίων οι αξίες σε αναστολή.

Όλα παραμείναν ίδια μες στις εποχές
και οι αφελείς ελπίζαν ως τις εκλογές.
Δεν το τόλμησα να φύγω, να παραιτηθώ
και με το σταυρό στο χέρι χόρτασα υπό.

Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2011

Μήνυμα


Στο μεγάλο έλατο δίπλα στο γεφύρι
σήμερα τ’ απόβραδο θα σε καρτερώ,
μόλις δεις τον Έσπερο απ’ το παραθύρι
άφησε το κέντημα κι έβγα στο στενό.

Μέσ’ από τις φυλλωσιές δε σε βλέπει μάτι
κι αλαφροπερπάτητη δε σ’ ακούει κανείς,
μόλις βγεις στο ξέφωτο απ’ το μονοπάτι,
το ποτάμι ήσυχο μπρος σου θα το δεις.

Κάτω από το έλατο στο παλιό γεφύρι
δύο λόγια θα σου πω που με καιν καιρό,
τρεις βδομάδες πέρασαν απ’ το πανηγύρι
που ’πιασα τα χέρια σου μέσα στο χορό.

Τ’ όμορφό σου πρόσωπο στήνεται μπροστά μου
μέρα νύχτα έρχεσαι χαμογελαστή,
αν στ’ αλήθεια έφτανες να σταθείς κοντά μου
για τους δυο μας θ’ άρχιζε μια γλυκιά ζωή.

Σήμερα τ’ απόβραδο κάνε αυτό το βήμα,
πάτησε το φόβο σου κι έλα να σε δω,
μες στα μάτια μου θα δεις το ωραίο ρήμα
και μ’ αυτό στα χείλη μου θα σου ορκιστώ!

Σάββατο 10 Σεπτεμβρίου 2011

Πώς έγινε

                                                        (στην Ευθυμία)
Για δέκα χρόνια σύντροφοι, μια ήρεμη ζωή,
σ’ όλα μαζί με δύναμη, με σιγουριά και πίστη
και με τη βεβαιότητα του πάντοτε μαζί.

Για δέκα χρόνια σύντροφοι, μα ήρθε η στιγμή
που άκομψα και άπρεπα με άφησες μονάχη,
δεν έφυγες, δε χάθηκες, μα χώρια η ψυχή.

Δυο χρόνια συνεχίζουμε και είμαστε μαζί,
εσύ παρέες διάφορες και γω στη μοναξιά μου,
συγκάτοικοι και σύνευνοι και σαν παλιοί γνωστοί.

Κυλά ο χρόνος άτεγκτος, ατέρμων και τραχύς,
και συ στην ευτυχία σου αμνήμων συνεχίζεις.
Πώς έγινε και σβήστηκε τ’ ωραίο μιας ζωής;

Ατολμία


-Περίμενα τον ερχομό σου, χωρίς να ξέρω το γιατί,
πολλές και όμορφες κοντά μας, μα στο μυαλό μου μόνο εσύ,
κι αν απουσίαζες μια μέρα, ένα κενό μες στη δουλειά,
σ’ έφερνα πάλι μες στο νου μου και πάντα σ’ έβρισκα γλυκιά.

-Ήθελα πάντα να σε βλέπω, χωρίς να ξέρω το γιατί,
κάποιοι κοντά μας πιο ωραίοι, μα στο μυαλό μου μόνο εσύ,
όταν για μέρες κάποια αρρώστια σε κράτησε απ’ τη δουλειά,
με είχε αρπάξει η στεναχώρια και μου χαλούσε την καρδιά.

-Απ’ το Σεπτέμβρη ως το Μάη η πιο καλή μου εποχή
μαζί με σένα κάθε μέρα, ήσουν γλυκιά απαντοχή,
μα τον Ιούνιο μου ήρθε μετάθεση φαρμακερή
και μ’ έστειλε σε μια βδομάδα σε άλλη θέση μακρινή.

-Απ’ το Σεπτέμβρη ως το Μάη ζούσα με μία προσμονή,
πως κάποια μέρα θα τα πούμε όχι πια σαν απλοί γνωστοί,
και η μετάθεση σαν ήρθε και σ’ έστελνε πολύ μακριά,
για μένα ήταν στο στομάχι μια απροσδόκητη γροθιά.

-Την τελευταία μου τη μέρα πήρα απόφαση βαριά,
να σε φωνάξω να τα πούμε να σου μιλήσω ανοιχτά,
μα πάλι ένας φόβος μήπως, δεν είμαι εγώ για σένα αυτός,
που θα σε κάνει να πιστέψεις πως θα ’μουν σύντροφος σωστός.

-Τη μέρα που θα χαιρετούσες και θα ’φευγες πια μακριά,
είπα θα σε ξεμοναχιάσω να σου μιλήσω ανοιχτά,
μα με σταμάτησε ο φόβος, πως δε θα το ’βλεπες και συ
όπως εγώ, να πορευτούμε σαν σύντροφοι μες στη ζωή.

-Σήμερα βρίσκεσαι μπροστά μου απρόσμενα και ξαφνικά,
έχουν περάσει πέντε χρόνια, δεν ειδωθήκαμε ξανά,
εγώ πια είμαι παντρεμένος και είμαι πάντα εκεί μακριά,
έβαλα τη ζωή μπροστά μου πολύ απλά, πολύ πεζά.

-Σήμερα βρίσκεσαι μπροστά μου και νοιώθω μια πικρή χαρά,
περάσαν κιόλας πέντε χρόνια, σε βλέπω πάλι από κοντά,
είμαι κι εγώ πια παντρεμένη και η δουλειά όπως παλιά,
και η ζωή αργοκυλάει πολύ απλά, πολύ πεζά.

Το βήμα τότε αν είχε γίνει, την τελευταία πια στιγμή,
ίσως να μη γινόταν τώρα απλή η ζωή μας και πεζή,
θα είχαν νόημα τα χρόνια, θα είχε θέρμη η καρδιά,
άραγε ποιος τολμάει τώρα να πει πως δεν είναι αργά;

Χρόνος 1


Ρομαντικές βραδιές οι δυο μας
και υποσχέσεις,
όρκοι και δεσμεύσεις.
Ποιες άραγε του Χρόνου οι προθέσεις;

Παρασκευή 9 Σεπτεμβρίου 2011

Πέρα από την έρημο


Στην έρημο της μοναξιάς μου οι μέρες ήτανε βαριές,
λίγες οάσεις κάπου-κάπου όλες τους ήτανε μικρές,
κάποτε βρέθηκες μπροστά μου κι άνθισε η έρημος μεμιάς,
γίναν ανάλαφρες οι μέρες στη ζυγαριά μιας αγκαλιάς.

Τέσσερα χρόνια η ζωή μας κι είναι μια όαση πλατιά,
ξεθώριασε η έρημός μου σαν μια ανάμνηση παλιά,
κι όλο μου λες κι όλο μου δείχνεις πως πάντα θα ’μαστε μαζί,
κι εγώ σου λέω και σου δείχνω πως το εγώ μου είσαι συ.

Τι ήθελα-Τι έχω

                                                                     (στη Φιλαρέτη)
Τι ήθελα…
μία κουβέντα σου καλή κι έναν γλυκό σου λόγο,
ένα σου βλέμμα να κοιτά βαθιά μες στην ψυχή,
να νιώθω μες στα χέρια σου κομμάτι τής ζωής σου,
να βλέπω μες στα μάτια σου αγάπη και στοργή.

Τι έχω…
τα λίγα σου γλυκόλογα μόνο για το κορμί μου,
κι αν άλλη μια στη θέση μου, καμία διαφορά,
η σκέψη σου στο σώμα μου και άδεια η ψυχή σου,
κι εγώ σαν σκεύος ηδονής με πέτρα την καρδιά.

Πέμπτη 8 Σεπτεμβρίου 2011

Ξανά


                                                      Στην Δ.Κ.
Αν έρθεις αύριο ξανά
και μου ζητήσεις ταπεινά
να γίνουμε όπως παλιά.

Κι υποσχεθείς πως τώρα πια
θα μου μιλάς ανθρωπινά
και θα μου φέρεσαι σωστά.

Κι αν ορκιστείς στο σεβασμό
στον έρωτά μας τον παλιό
και στης αγάπης τον καιρό.

Πως του θυμού σου οι βροντές
και της οργής σου οι αστραπές
θα είναι μόνο χθεσινές.

Κι αν όλα όμορφα τα πεις
και δείξεις ότι με πονείς.
και σ’ όλα σίγουρη φανείς.

Μετά από μια και χίλιες μια,
εμπιστοσύνη πια καμιά,
χίλιες φορές η μοναξιά.

Αδερφέ

         
                                          Για τ’ αδέρφια Α.Π. και Γ.Π.
Στης μάνας μας το σπίτι, αδερφέ,
τι γέλια, τι χαρές, όταν συντρώγαμε!
κι εκείνη ευτυχισμένη όσο ποτέ,
κάθε φορά που οι τρεις μας ανταμώναμε.

Ήρθε καιρός και μείναμε οι δυο μας
και πια μαζί δεν τρώμε, δε γελάμε,
αυτό το ίδιο σπίτι, το δικό μας,
απαίτησες, δικό σου μόνο νά ’ναι.

Και τώρα μοναχός σου, αδερφέ,
παρέα με τους τοίχους που σιωπούνε.

Μ’ αν έρθει κάποια μέρα μακρινή,
κι αρχίσουν μυστικά να σου μιλούνε,
και σου ζητήσουνε παρέα ζωντανή,
εγώ δε θ’ αρνηθώ ν’ ανταμωθούμε...



Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου 2011

Γάμος 1


Μεθαύριο γινόμαστε ζευγάρι τυπικό,
χαρτιά, σφραγίδες έτοιμα, ωραίο νυφικό.
Οι δύο μάνες χαίρονται, δοξάζουν το θεό
και στη σωρεία των ευχών μιλούν για τυχερό.

Λαμπάδες, ρύζια, συγγενείς και φίλοι και γνωστοί
θ’ αραδιαστούν την Κυριακή για τη γνωστή σκηνή,
το να φοβείται η γυνή θα ξαναδιαβαστεί
και θα χαμογελάσουνε οι φίλοι κι οι γνωστοί.

Δευτέρα, Τρίτη το πολύ, το ξέρω θα συμβεί,
για κάτι το ασήμαντο θ’ ανοίξει το κουτί
και δίχως λίγη σύνεση με έντονη φωνή
θα ρίξει το επίπεδο πιο κάτω απ’ τη γη.

Κι εγώ που είμαι σίγουρος για ό,τι μου συμβεί,
στην καταδίκη μου αυτή θα βάλω υπογραφή,
με κάθε επισημότητα θα μπω μες στο κελί
και, ειρωνεία τραγική, μ’ ένα καλό φιλί!

Εξουσία 1


Για ό,τι κάνω να μ’ επαινούν,
για ό,τι λέω να με θαυμάζουν,
για ό,τι προτείνω να μ’ επευφημούν,
για ό,τι προσφέρω να μ’ εγκωμιάζουν.

Να με θέλουν, να με λογαριάζουν, να με προτιμούν,
να με ξεχωρίζουν, να με δοξάζουν, να με υμνούν.
                                                                        
Και μέσα από δάφνες, θυμιατούς κι εμβλήματα
ν’ ακούω διθυράμβους,
να περπατώ, να χαιρετώ, να ζω μες στους θριάμβους.

Διάρκεια


Μια σχέση μεγάλη, ωραία και πλήρης,
μια φλόγα που καίει για χρόνια πολλά,
μια σίγουρη πλεύση στο κύμα τής ζήσης,
μια ήρεμη σκέψη χωρίς συννεφιά.

Οι δυο μας με θάρρος, με πείσμα, με σθένος,
οι δυο μας σε όλα, σε κάθε καιρό,
οι δυο μας, μακριά απωθώντας το τέλος,
οι δυο μας ταγμένοι στον ίδιο σκοπό.

Μαζί προχωρούμε κι ας έρχονται μπόρες,
μαζί το τιμόνι κρατώντας γερά,
μαζί στις καλές και στις δύσκολες ώρες,
μαζί κι αν η τύχη μάς κάνει νερά.

Πλησίον


Συνάδελφε, συνάνθρωπε, πλησίον μου,
είμαι κι εγώ εδώ,
άφησε λίγο το εγώ,
χωρούμε και οι δυο.

Ο εαυτός σου αχόρταγος,
θα φάει όλους τούς γύρω
και θ’ απομείνεις μοναχός.

Και μόνος στον παράδεισο,
θα ’σαι στην κόλασή σου.

Δευτέρα 5 Σεπτεμβρίου 2011

Τριάντα χρόνια (1981-2011)


Λόγια πολλά, λόγια καλά και λόγια τιμημένα
και σχέδια μεγαλόπνοα στου έθνους το σκοπό,
και νόμοι και συντάγματα στο δίκαιο ταγμένα,
όλα στης χώρας το βωμό, όλα για το λαό.

Μα γρήγορα προβάλανε τα χέρια απλωμένα
φανταχτερών αγωνιστών αμέτρητα πολλά,
και ζήτησαν κι απαίτησαν πολλά υπεσχημένα
κι ακόμα περισσότερα για να περνούν καλά.

Τα λόγια ακούγονταν καλά, ποτέ δε σταματήσαν,
και χρήματα μοιράστηκαν πολλά και δανεικά,
και θέσεις κι αξιώματα εδώ κι εκεί δοθήκαν,
με θώκους ανταλλάχτηκαν παλιά ιδανικά.

Πολλοί περνούσανε καλά, τους βασιλείς τιμούσαν
και κάποιοι άρπαζαν πολλά, κρυφά και φανερά,
οι συνετοί απ’ τη γωνιά ανήσυχοι κοιτούσαν,
του πλήθους όμως η βουή τούς κράτησε μακριά.

Αφού τα χρόνια πέρασαν, σηκώθηκε η αντάρα
και φάνηκε ο ορίζοντας σαν κάποτε παλιά,
μα τώρα ήταν άσχημος σαν την κακιά κατάρα
και όλοι πια κατάλαβαν, μα ήτανε αργά.

Τα λόγια τώρα λιγοστά και όχι τιμημένα,
τα σχέδια ολιγόπνοα με άγνωστο σκοπό,
και νόμοι και συντάγματα για άλλους πια ταγμένα,
για ποια εστία, ποιο βωμό και τι για το λαό;

Ελευθερία 1


Ήρθε μια μέρα κι έφυγες για πάντα από κοντά μου
και πέντε χρόνια τέλειωσαν μέσα σε μια στιγμή,
και τώρα που ’μαι μοναχός ψάχνω τα όνειρά μου,
που κάπου μου παράπεσαν, σαν έφτασες εσύ.

Υπήρχαν τα χαμόγελα, καλές κι οι αγκαλιές μας,
μα η ζωή μου δίπλα σου κατέληγε στυφή,
πότε η γκρίνια αφόρητη χαλούσε τις χαρές μας,
πότε θυμοί γι’ ασήμαντα και πότε η φωνή.

Ό,τι καλό μου, μέτριο, ό,τι τρωτό μου, μέγα,
η κάθε μου συγκίνηση, για σένα υπερβολή,
αυτό που πίστευες εσύ έπρεπε νά ’ναι νόμος,
ό,τι στο νου σου έβαζες ήταν επιταγή.

Λυπούμαι για τα χρόνια μου που χάθηκαν κοντά σου,
λυπούμαι και τον άτυχο που θα με διαδεχτεί,
κι από την άλλη χαίρομαι που είσαι πια μακριά μου,
που τα δεσμά μου λύθηκαν και νοιώθω σαν πουλί.

Ένα πουλί που κάθισε μες στο κλουβί για χρόνια,
ενώ μπορούσε να χαρεί ελεύθερη ζωή,
και απορώ πώς έμεινα μες σε μακρύ χειμώνα,
έχασα πέντε Απρίληδες και άργησα πολύ. 

Μισθός 1


Αν χιονίζει και αν βρέχει, πάντα σταθερός,
καλοκαίρι και χειμώνα τρέχει ο μισθός,
η καρέκλα περιμένει κάθε πρωινό
και στον τοίχο το ρολόι στο γνωστό ρυθμό.

Πάντα στην υπηρεσία είμαι συνεπής,
όσο και στραβός να είναι ο διευθυντής,
κι όταν κάθε τόσο αλλάζει με τις εκλογές,
μέσα μου ξυπνάνε πάλι κάποιες ενοχές.

Όταν βλέπω αδικίες και χοντρές δουλειές
με υπόγειες διαβάσεις και με πονηριές,
συναδέλφους με γραβάτα αξιοπρεπή,
με χαμόγελο βαμμένο, χέρι όμως μακρύ,
στα χαρτιά μου εγώ γερμένος μένω σοβαρός,
δε μ’ αρέσει, αλλά λέω, τρέχει ο μισθός.

Στου μητρώου τις σελίδες γράφω αριθμούς,
ονομάτων, επωνύμων νέους κωδικούς,
ο συνάδελφός μου δίπλα όλο γελαστός,
ο απέναντί μου στέκει πάντα σκεφτικός.

Τώρα πια τριάντα χρόνια σίγουρη δουλειά,
απαράλλαχτες οι μέρες μέσα στα χαρτιά,
σίγουρος και δεδομένος είναι ο μισθός,
σίγουρος και δεδομένος είναι κι ο ζυγός.

Εμείς 1


Τα εγώ μας ενωθήκαν σ’ ένα όμορφο εμείς
και γεμάτος είναι ο κόσμος της καινούριας μας ζωής,
χέρι-χέρι προχωρούμε, τ’ όνειρό μας οδηγός,
μες στο πέλαγος της ζήσης η αγάπη πλοηγός.

Το καράβι μας δε σκιάζουν τρικυμίες και βροντές,
το εμείς μας σαν το βράχο αγνοεί τις απειλές,
χέρι-χέρι προχωρούμε πάντα μες στην ξαστεριά,
η αγάπη μας σκορπάει κάθε είδους συννεφιά.

Κι αν τα χρόνια λιγοστεύουν και γυρνάει ο καιρός
και στους γύρω μας ο φόβος για το μέλλον ανοιχτός,
χέρι-χέρι προχωρούμε, το παρόν μας καθαρό,
της αγάπης μας το αύριο σίγουρο και φωτεινό.

Στη λεύκα


-Δύση ζεστή του Ιουλίου και τράβηξα στη ρεματιά,
πέρ’ από του χωριού τα σπίτια μακριά απ’ ανθρώπινη ματιά,
πάνω απ’ το πεσμένο πεύκο που χρόνια μένει ζωντανό,
πήρα γοργά στην κατηφόρα το μονοπάτι το κρυφό.
Σίγουρη πάντοτε για σένα χωρίς κανένα δισταγμό,
έφτασα στη δική μας λεύκα, μόνο σε μας γνωστή τούς δυο.

-Ακολουθώντας το ποτάμι απ’ την αντίθετη μεριά,
περπάτησα στις άσπρες πέτρες που προεξέχουν στα νερά.
Είχε ανάψει η Αφροδίτη, μες στο λυκόφως πια, λευκή,
μ’ επιτηρούσε απ’ τη δύση στη βιαστική μου διαδρομή.
Σίγουρος πάντοτε για σένα χωρίς κανένα δισταγμό,
έφτασα στη δική μας λεύκα, μόνο σε μας γνωστή τούς δυο.

Πάνω, το θρόισμα της λεύκας – ο ήχος της μοναδικός,
δίπλα, το ήσυχο ποτάμι – ο ψίθυρός του μουσικός.
Δύο ανάσες, λίγα λόγια, και στην πλημμύρα τής ψυχής
καταποντίστηκαν τα εγώ μας και αναδύθηκε το εμείς.

Σελήνη 1


Σε περιμένω μες στη νύχτα σαν ένα σύντροφο παλιό,             
στη σοβαρή λιτή μορφή σου βλέπω χαμόγελο αχνό.                  
Ανθρώπινο το πρόσωπό σου, το παρελθόν σου θεϊκό,                
λαοί αρχαίοι σε λατρέψαν συμπαραστάτη στον καημό.       

Λαμπρύνεις κορυφές ελάτων, φωτίζεις βράχια και πλαγιές,
καθοδηγείς στα μονοπάτια τής νύχτας περιπατητές.
Παράθυρα κλειστά ανοίγεις, ανθρώπους μόνους συγκινείς,
χαμένα όνειρα ανασταίνεις, έρωτες νέους πυρπολείς.

Κάποτε δείχνεις την ισχύ σου, τον ήλιο κάνεις σκοτεινό,
για μας και πάλι τον αφήνεις και μας τον δίνεις φωτεινό.
Και αν οι Άρμστρογκ σημαδέψαν της σκόνης σου την ερημιά
και πάνω σου αφήσαν τόσα τεχνήματα μεταλλικά,
αλώβητη η ομορφιά σου, όπως τα χρόνια τα παλιά.

Ακόμα κι όταν μοιάζεις δάκρυ, νυχάκι μες στον ουρανό,
το κάλλος σου στο λίγο φως σου έργο αρχαίο ακριβό.
Σε περιμένω μες στη νύχτα σαν ένα σύντροφο παλιό,
διακριτικό στη μοναξιά μου, σίγουρο πάντα και πιστό.

ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ


Μέσα στους στίχους οι τύχες ανθρώπων,
φόβοι και πόθοι, ελπίδες, καημοί,
πάθη ασίγαστα, λάθη καινούρια,
μέγας αγώνας την κάθε στιγμή.

Μέσα στους στίχους και όλη η φύση
δείχνει απλόχερα την ομορφιά,
μες στις φροντίδες μας την προσπερνούμε,
λες και θα ζήσουμε κι άλλη φορά…