-Περίμενα τον ερχομό σου, χωρίς να ξέρω το γιατί,
πολλές και όμορφες κοντά μας, μα στο μυαλό μου μόνο εσύ,
κι αν απουσίαζες μια μέρα, ένα κενό μες στη δουλειά,
σ’ έφερνα πάλι μες στο νου μου και πάντα σ’ έβρισκα γλυκιά.
-Ήθελα πάντα να σε βλέπω, χωρίς να ξέρω το γιατί,
κάποιοι κοντά μας πιο ωραίοι, μα στο μυαλό μου μόνο εσύ,
όταν για μέρες κάποια αρρώστια σε κράτησε απ’ τη δουλειά,
με είχε αρπάξει η στεναχώρια και μου χαλούσε την καρδιά.
-Απ’ το Σεπτέμβρη ως το Μάη η πιο καλή μου εποχή
μαζί με σένα κάθε μέρα, ήσουν γλυκιά απαντοχή,
μα τον Ιούνιο μου ήρθε μετάθεση φαρμακερή
και μ’ έστειλε σε μια βδομάδα σε άλλη θέση μακρινή.
-Απ’ το Σεπτέμβρη ως το Μάη ζούσα με μία προσμονή,
πως κάποια μέρα θα τα πούμε όχι πια σαν απλοί γνωστοί,
και η μετάθεση σαν ήρθε και σ’ έστελνε πολύ μακριά,
για μένα ήταν στο στομάχι μια απροσδόκητη γροθιά.
-Την τελευταία μου τη μέρα πήρα απόφαση βαριά,
να σε φωνάξω να τα πούμε να σου μιλήσω ανοιχτά,
μα πάλι ένας φόβος μήπως, δεν είμαι εγώ για σένα αυτός,
που θα σε κάνει να πιστέψεις πως θα ’μουν σύντροφος σωστός.
-Τη μέρα που θα χαιρετούσες και θα ’φευγες πια μακριά,
είπα θα σε ξεμοναχιάσω να σου μιλήσω ανοιχτά,
μα με σταμάτησε ο φόβος, πως δε θα το ’βλεπες και συ
όπως εγώ, να πορευτούμε σαν σύντροφοι μες στη ζωή.
-Σήμερα βρίσκεσαι μπροστά μου απρόσμενα και ξαφνικά,
έχουν περάσει πέντε χρόνια, δεν ειδωθήκαμε ξανά,
εγώ πια είμαι παντρεμένος και είμαι πάντα εκεί μακριά,
έβαλα τη ζωή μπροστά μου πολύ απλά, πολύ πεζά.
-Σήμερα βρίσκεσαι μπροστά μου και νοιώθω μια πικρή χαρά,
περάσαν κιόλας πέντε χρόνια, σε βλέπω πάλι από κοντά,
είμαι κι εγώ πια παντρεμένη και η δουλειά όπως παλιά,
και η ζωή αργοκυλάει πολύ απλά, πολύ πεζά.
Το βήμα τότε αν είχε γίνει, την τελευταία πια στιγμή,
ίσως να μη γινόταν τώρα απλή η ζωή μας και πεζή,
θα είχαν νόημα τα χρόνια, θα είχε θέρμη η καρδιά,
άραγε ποιος τολμάει τώρα να πει πως δεν είναι αργά;