Έντεκα χρόνια περάσαν στα ίδια,
σ’ ένα γραφείο μονίμως σκυφτός,
έντεκα χρόνια στην ίδια παγίδα,
μόνος μου μπήκα λες κι ήμουν τυφλός.
Έντεκα χρόνια αράδες και στήλες,
έντυπα άψυχα και πληκτικά,
ώρες να χάνομαι μες στις σελίδες,
ν’ ανοιγοκλείνω βιβλία χοντρά.
Σήμερα έκοψα την αλυσίδα,
βγαίνω και πάλι στο άπλετο φως,
είχα σκοτώσει την κάθε ελπίδα,
μες στο κελί που λεγόταν μισθός.
Άφησα πίσω τη σίγουρη θέση,
κι ας με κοιτάζουν σαν να ’μαι τρελός,
έχω ελεύθερη τώρα τη σκέψη,
όλος ο κόσμος για μένα ανοιχτός.
Χίλιες φορές ο ελεύθερος λύκος
κι ας είναι έρμαιο μες στον καιρό,
κι όχι ο σίγουρος ήμερος σκύλος,
να ’χει φαΐ, μα λουρί στο λαιμό.