Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 2012

Φιλία ιδανική


Πάνε χρόνια τώρα, φίλε, κι είμαστε μαζί,
ήσουν εξ αρχής για μένα τύχη αγαθή, 
ούτε μια φορά στο λόγο κάτι το κακό,
και το βλέμμα σου καθάριο, πάντοτε αγνό.
Νιώθω τα αισθήματά σου τρισευγενικά,
έχουν ξεπεράσει πλέον και τ’ αδερφικά.
Σίγουρος για σένα πάντα, ό,τι κι αν συμβεί,
κι αν ποτέ σκεφθεί κανένας, κάτι για να πει,
αν ανοίξει την καρδιά μου, μέσα θα σε βρει.

Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2012

Πείρα


Μια μέρα ακόμα τελειώνει
και σβήνουν αργά των βουνών οι γραμμές,
η νύχτα το δίχτυ απλώνει
κι οι σκέψεις γυρίζουν στου πριν τις στιγμές.

Αυτές οι στιγμές με χαρές και με λύπες,
με γνώσεις καινούριες, ειδήσεις πολλές,
προσθέτουνε πλούτο στις εμπειρίες,
μας δείχνουν του κόσμου τις εκδοχές.

Μα όσο τα χρόνια περνούνε και φεύγουν,
της γνώσης ο πλούτος βαραίνει πολύ,
και αν μετρητοίς όλα κάποιοι τα παίρνουν,
με πίκρα γεμίζουν την έρμη ζωή.

Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2012

Μικρή ενοχή


Ήταν Σεπτέμβρης, ζεστός και φιλόξενος,
βγήκε ταξίδι, γι’ Αθήνα να φύγω,
για μετακίνηση ήμουν απρόθυμος,
ούτε γινότανε να τ' αποφύγω.

Έντεκα μέρες μακρύ σεμινάριο – 
άλλαζαν κάποια παλιά δεδομένα.
Ήταν στενάχωρη η απουσία μου,
ίδια για Εκείνη και ίδια για μένα.

Πλήθος συνάδελφοι, μέγιστη σύναξη,
κάποιες παλιές των σπουδών μου φιλίες,
σ’ όλων τα πρόσωπα η χρονοσήμανση,
δύο τουλάχιστον δεκαετίες.

Κύλησαν μέρες, παρήλασαν ρήτορες,
χίλιες κουβέντες, ποικίλες ιδέες,
άλλες κοινότοπες, άλλες αδιάφορες,
κάποιες, ελάχιστες, ήταν σπουδαίες.

Ένατη μέρα· γλυκιά συναδέλφισσα
δίπλα μου βρέθηκε, έτσι τυχαία,
κάτι ευπρόσδεκτο μες στο απρόοπτο,
μια μικροδόνηση, κι ένιωσα ωραία.

Εύκολα ήρθαν συστάσεις κι ονόματα,
πώς ο καθένας και πού εργασία.
Άνθη συστήθηκε, από την Άμφισσα,
με δωδεκάχρονη υπηρεσία.

Μια εξοικείωση άμεση κι όμορφη,
σαν μια παλιά μου καλή γνωριμία
και με τα μάτια της λες και με κέντριζε
σ’ ένα ξεκίνημα, μια ιστορία.

Ήρθε ζεστό και γλυκό το απόγεμα,
πάρκο ευπρόσωπο, δεντροστοιχίες.
Όλο γι αγάπες μιλούσε κι αισθήματα,
για περιπέτειες κι αποτυχίες.

Η μοναξιά της μεγάλο παράπονο,
κι όλο τα χέρια κοντά στα δικά μου,
είχα μπροστά μου μια εύδηλη πρόσκληση,
μα ελεγχόμενη και την καρδιά μου.

Δέκατη μέρα και πάλι στη σύναξη,
ήρθε ξανά η Ανθούλα σαν δίνη,
ήτανε μια συμπαθέστατη ύπαρξη.
Πίσω, πιστή με περίμενε Εκείνη.

Δεύτερο απόγεμα, νέα συνάντηση,
θέματα ανθρώπινα, λόγια ωραία
δεν τελειώνανε· είπαμε κι' αύριο
θα κουβεντιάσουμε τα τελευταία.

Μέρα ενδέκατη, τής αναχώρησης,
μόνοι οι δυο μας, τα χέρια πιασμένα,
άφθονα δάκρυα εξομολόγησης,
λόγια με πόνο και θέρμη βγαλμένα.

«Ήσουν για μένα δυο μέρες η Άνοιξη,
ήτανε βάλσαμο όσα μού είπες,
δύναμη άντλησα από το είναι σου,
νιώθω πιο εύρωστη τώρα στις λύπες.

Στην κοσμοέρημο βρήκα το βλέμμα σου,
φεύγεις, μα κάτι ωραίο θα μείνει,
φτάνει που μ’ άκουσες, που με κατάλαβες.
Θαύμασα πόσο δεμένος μ' Εκείνη».

Αγκαλιαστήκαμε και φιληθήκαμε,
ήμασταν πλέον παλιοί καλοί φίλοι,
δρόμους αντίθετους μόνοι μας πήραμε,
λέξη δεν είπανε άλλη τα χείλη.

Έφτασα βράδυ. Εκείνη στο σπίτι μας,
κι είχε ορθάνοιχτη την αγκαλιά της.
Έντεκα μέρες· τη βρήκα ομορφότερη!  
και όπως πάντα θερμή η μιλιά της.

Γνήσια λόγια γλυκά τής ψιθύρισα,
μες στην ψυχή της μιλούσε η ψυχή μου,
κι όταν στα μάτια της δάκρυα αντίκρισα,
πήρε φωτιά η μικρή ενοχή μου…

Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2012

Των αφανών


Κι αν γύρω τους αδιάφοροι, ανίκανοι και άσχετοι,
δειλοί και βολεμένοι,
εκείνοι σοβαροί.
Κι αν δίπλα τους αδιάντροποι, αμόρφωτοι και άξεστοι,
εκείνοι ευγενικοί.
Κι αν πάνω τους ανάξιοι, ανάλγητοι και φίλαρχοι
και θεσιθήρες δόλιοι,
εκείνοι συνεπείς.
Κι αν το κεφάλι τού ψαριού στη λάσπη και τη βρώμα του,
εκείνοι καθαροί.

Πόσοι να είναι άραγε,
που χρόνια στέκουν όρθιοι, αδιάφθοροι, ακέραιοι,
που βάζουνε την πλάτη τους κι αντέχει η πατρίδα;
Πόσοι να είναι άραγε αυτοί οι σκαπανείς,
υπάλληλοι του χρέους,
που μένουν απαράσημοι και είναι αφανείς; 

Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2012

Ηνία


Κι αν έχουν τα ηνία τα λιοντάρια
και φωνασκούν οι λύκοι και ουρλιάζουν τα τσακάλια
κι οχλαγωγούνε οι μαϊμούδες,
εσύ με ποιους;

Κι αν τα ηνία τα προλάβουνε οι λύκοι
και φωνασκούνε τώρα τα λιοντάρια
και τις γνωστές κραυγές τους τα τσακάλια
κι ασχημονούνε πάλι οι μαϊμούδες,
εσύ με ποιους;

Κι αν έρθουν στα ηνία τα τσακάλια
κι από κοινού οι λύκοι φωνασκούν με τα λιοντάρια
και με χειρονομίες οι μαϊμούδες,
εσύ με ποιους;

Αν μοναχός,
μέσα στης ζούγκλας τούς κανόνες,
ίσως μπορέσεις μόνο να επιβιώνεις.

Κι αν κάποτε λιοντάρια, λύκοι και τσακάλια
πιαστούν στον ύπνο,
κι αρπάξουν οι μαϊμούδες τα ηνία,
η επιλογή σου τώρα μία:
Μαζί με όλους στον κοινό αγώνα.
Να φύγουν οι μαϊμούδες!
Κι ας έρθουν πάλι οι λύκοι, τα λιοντάρια, τα τσακάλια.
Ποτέ οι μαϊμούδες!

Κι αν ονειρεύεσαι τα βράδια,
πως τα ηνία θα τα πάρουν κάποτε τα ελάφια
και θα ’ναι πια το δίκαιο για πάντα,

ποτέ τους δε θα πάρουν τα ηνία τα ελάφια.
Έτσι είναι ο Νόμος.
Τον έβαλε αμετάκλητα ο Κάιν.

Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2012

Αλήθεια άφιλη


Μια φιλία, πέντε χρόνια, αδιατάραχτα,
πέντε χρόνια σαν αδέρφια ομογάλακτα.
Κάθε σου χαρά μεγάλη μέσα στη ζωή,
όμοια και εγώ τη ζούσα, έλαμπε διπλή.
Στις κοινές μας εμπειρίες ίδιο κοίταγμα
και μικραίναμε τις λύπες με το μοίρασμα.

Τώρα που ’ρθε και σε μένα μια τρανή χαρά,
μια κουβέντα είπες, φίλε, κι ήταν μαχαιριά.
Τόση ζήλεια σωρευμένη πώς ξεχείλισε,
σαν τη λάσπη τού χειμάρρου με πλημμύρισε.
Και ξυπνήσανε στη μνήμη δήγματα μικρά,
κάπου-κάπου ξεπετιούνταν κι ήτανε πικρά,
μα τα νόμιζα τυχαία ατοπήματα
και τα αντιπαρερχόμουν ως αθύρματα.

Αχ, βρε φίλε, να μπορούσες να συγκρατηθείς
και ποτέ σου, όσο ζούσα, ν’ αποκαλυφθείς.
Λέμε, η αλήθεια πρέπει να μας κυβερνά,
μα καλύτερα να βλέπεις ψέματα πλατιά,
που σκεπάζουν την ασχήμια, τα πολλά μικρά,
και ας είναι μια φενάκη όλη η ανθρωπιά.

Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2012

Δανειστής φίλος


Καινούρια θέλει δανεικά, έχει πολλά προβλήματα
ένας παλιός μου φίλος,
και σπεύδω αλληλέγγυος με άφθονα δοσίματα,
μπρος στου γκρεμού το χείλος.

Συμφώνησε και σκίσαμε τα παλαιά γραμμάτια,
που είχανε πια λήξει,
μου έδωσε εγγύηση όλα του τα ιμάτια,
έχει μεγάλη σφίξη.

Ό,τι χαρτιά τού έδωσα, ασμένως τα υπέγραψε,
χωρίς να τα διαβάσει,
την παροιμία την παλιά φαίνεται πως την ξέχασε,
υπογραφή πού βάζει.

Μ’ έκανε πια κυρίαρχο στα πατρικά χωράφια του,
χρόνια παρατημένα,
και όλα τα παλιάμπελα που είχε από τη μάνα του,
τα άφησε σε μένα.

Και συμβουλές του έδωσα να κόψει κι άλλα έξοδα,
πολλά να καταργήσει,
τη ζέστη του λιγότερη, τα ακριβά πετρέλαια
ποιος θα του τα ξοφλήσει.

Του είπα και τα φάρμακα καιρός να λιγοστέψουνε,
τα παίρνει από την κούνια,
να βρει κάποια φθηνότερα και αν δεν τον γιατρέψουνε
καλά και τα μαντζούνια.

Και άλλα τού συνέστησα, να πάρει πια απόφαση.
Τον χτύπησα στην πλάτη,
μου είπε και ευχαριστώ, που ’δειξα κατανόηση,
του πήρα τόσα βάρη.

Φεύγοντας ξαναπρόσεξα την όμορφη γυναίκα του,
που στέκονταν θλιμμένη,
δε λέω, φίλος καρδιακός, μα έπεσε το βλέμμα μου,
ο δανειστής χορταίνει;

Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2012

Παρελθόν


Τώρα, ζωή μου, που πέρασαν χίλιες δυο μπόρες,
τώρα που λάμπει μπροστά σου ο ήλιος ξανά,
τράβα τη σκέψη μακριά απ’ τις άθλιες ώρες,
λύπη μονάχα θα δώσουν, καθόλου χαρά.

Μόνο το άμεσο μέλλον αξίζει να βλέπεις
και να σχεδιάζεις τα όμορφα μες στο παρόν,
στις λανθασμένες παλιές σου κινήσεις μη μένεις,
ρίξε στη λήθη, επιτέλους, το παρελθόν.

Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2012

Μοναξιά 3


Ένα ψηφίο πατήθηκε λάθος.
Ένα «εμπρός» κάποιας ξένης φωνής,
δυο συλλαβές, κι όμως είχανε πάθος,
κι έπεσα ξάφνου σε κρίση σιγής.

Νέο «εμπρός», θελκτικό σαν το πρώτο,
βρήκα φωνή μια «συγγνώμη» να πω,
ένα ωραίο, ζεστό «δεν πειράζει»,
κράτησε ακίνητο τ’ ακουστικό.

Κι από την άλλη την άγνωστη άκρη,
ίδια αμήχανη αναμονή,
κάποιον περίμενε ίσως και κείνη,
μέσα στο πάθος της η προσμονή.

Ψάχνω τη φίλη μου, τόλμησα κι είπα,
παίρνω βδομάδες και δεν απαντά
(μια διαφωνία που πήρε διαστάσεις,
ούτε και ήταν η πρώτη φορά).

-Κάποιες συμπτώσεις, της τύχης παιχνίδια,
μες στη ζωή μας χωρίς τελειωμό,
μήνες κι εγώ περιμένω το φίλο
(που ’φυγε νύχτα γεμάτος θυμό).
                        ---
Αισθαντικότητα σ’ όλες τις λέξεις,
ψυχοπλησίασμα μες στη στιγμή,
κύμα ευπρόσδεκτο μέσα στις σκέψεις,
σαν μία αύρα αληθινή.

Πέρασε ώρα, ωραία τα λόγια,
κι ανακαλύψαμε τόπους κοινούς,
είπαμε αύριο τα ξαναλέμε,
τώρα πια είχαμε λόγους πολλούς.

Ένα ψηφίο πατήθηκε λάθος,
κι ένα «εμπρός» σαν της τύχης φωνή,
άραγε τι να υπάρχει στο βάθος,
ποια εκδοχή να τοιμάζει η ζωή;

Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2012

Επιμονή


Κι αν έρθουν τα πράγματα αλλιώς
και κείνα που είχαν καλά σχεδιαστεί,
απρόσμενα έχουν ανατραπεί,
κι ο δρόμος που είχε σωστά χαραχτεί,
κομμένος, κι αδύνατη η διάβαση αυτή,

κι αν σίγουροι άνθρωποι γίνουν μικροί,
ποτέ σου γι’ ανθρώπους να μην εκπλαγείς.
Στη νέα κατάσταση μην οργιστείς·
αυτά στη ζωή, καιρός να πειστείς.

Η πείρα σου τώρα αρωγός.
Μιαν άλλη πορεία θα βάλεις μπροστά.
Και αν τα διλήμματα βγαίνουν σκληρά,
κι οι άνθρωποι κάνουν και πάλι αυτά,
προχώρα. Αλλά,
μη χάσεις ποτέ σου την ανθρωπιά.

Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2012

Κυριακή


Είναι Κυριακή, πρώτες ηλιαχτίδες,
έφτασε το φως, άφθονες ελπίδες,
δίπλα μου εσύ μες στα όνειρά σου,
είμαι στη χαρά μες στην ομορφιά σου.

Όλο σε κοιτώ και δε σε χορταίνω,
ανυπομονώ, όμως περιμένω,
κι όταν πια ξυπνούν τα χαμόγελά σου,
Μάης ανθηρός όλη η αγκαλιά σου.

Είναι Κυριακή κι είμαστε οι δυο μας,
μόνο τα καλά μες στο σπιτικό μας,
και τα δυο εγώ μέσα στο εμείς μας,
δύο οι καρδιές μία η ψυχή μας.

Αύριο ξανά στης ζωής την πάλη,
βλέμμα καθαρό, πάνω το κεφάλι,
σίγουρη θα ρθει πάλι η Κυριακή μας,
είμαστε μαζί κι η ζωή δική μας.

Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2012

Ελλάδα


«Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει»,1
χίλια στραβά, πονηριές και κλεψιές,
μικροσυμφέροντα, ζηλοφθονίες,
δρόμοι σπασμένοι, σκουπίδια, φωτιές.

Χώρος δημόσιος, παρατημένος,
χώρος ιδιόκτητος είναι ιερός.
Αναξιότητες, δολοπλοκίες.
Πλήθος οι νόμοι, κανείς σεβαστός.

Σαν ξεμυτίσει για λίγο η ομόνοια
και η Πατρίδα για πάνω τραβά,
νά την ξανά η παλιά μας διχόνοια
και τα καλά τα πετάει στην πυρά.

Όπου κι αν πάω, η Ελλάδα μ’ ανασταίνει,
χίλια φιλότιμα, αλτρουϊσμοί,
ανδραγαθήματα, ευεργεσίες,
ανωτερότητες, ηρωισμοί.

Όρη και λίμνες, ακτές και ποτάμια,
θεία τοπία, παντού ζωγραφιές.
Όποιο σημείο τής γης να σκαλίσεις, 
βγαίνουν μπροστά σου αρχαίες μορφές.

Κι αν μας πατούνε τραχιές λεγεώνες
κι αν μας ρημάζουν βαρβάρων ορδές,
όρθιοι μένουμε μες στους αιώνες
και ζωντανοί με τη γλώσσα τού χθες.

Από τον Όμηρο μέχρι και τώρα,
μύρια τραγούδια μας και ποιητές,
κι οι αρμονίες τού Πυθαγόρα
θείες κρατούνε τις μουσικές.

«Όμορφη και παράξενη πατρίδα»,2
κάποτε θα ’ρθει ο λόγος ορθός,
κάπου υπάρχει κρυμμένη η ελπίδα,
μόνο μπροστά να τραβήξει ο λαός.

1. στίχος του Γιώργου Σεφέρη,  2. στίχος του Οδυσσέα Ελύτη

Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2012

Για τι πολέμησες πατέρα;


Χρόνια, πατέρα μου, σ’ έχω στο ράφι,
πάντα σε κοίταζα με θαυμασμό,
σήμερα σ’ έβαλα μες στο συρτάρι,
είναι το βλέμμα σου τώρα σκληρό.

Όταν με θράσος ζητήσαν τη γη μας,
φώναξες ΟΧΙ και βγήκες μπροστά,
άρβυλα τρύπια στη λάσπη, στα χιόνια,
μ’ εφ’ όπλου λόγχη στην Κορυτσά.

Σαν επιπέσαν κι οι Ούννοι στη χώρα-
πολιτισμένα του Γκαίτε παιδιά-
πιάσαν δουλειά απ’ την πρώτη την ώρα,
σκότωσαν, ρήμαξαν, κάψαν χωριά.

Πέρασες μπλόκα και καταδότες,
μαυραγορίτες αρπακτικά,
μέσα στην πείνα και μέσα στον τρόμο,
νίκησες χίλιες φορές τα θεριά.

Φύγαν οι Ούννοι και ήρθε το άγος
νέας εμφύλιας καταστροφής,
σε κυνηγήσανε σπιούνοι με πάθος,
μόλις που πρόλαβες να διασωθείς.

Έληξε ο πόλεμος, έμεινε η φτώχεια,
πήγες στα Βέλγια γι’ άλλη ζωή,
ήρθαν για μένα καλύτερα χρόνια,
κι άλλη θυσία δική σου, αγνή.

Κι όπως περνούσαν και φεύγαν τα χρόνια,
φάνηκαν όλα να πάνε μπροστά,
όμως τα έργα και άφθονα λόγια
σκέπαζαν πάντα κλεμμένα λεφτά.

Όταν απάνω ανάξιοι βγαίναν,
κοίταζα άβουλος, σαν θεατής,
στο περιθώριο άξιοι μέναν,
με τη δική μου την ψήφο ανοχής.

Λίγα τα όχι μου, κι ούτε μεγάλα,
άφθονα ναι, να περνάω καλά,
λίγα να δίνω εγώ στην πατρίδα,
όμως αυτή να μου δίνει πολλά.

Σαν νομοτέλεια η νέα φτώχεια,
τώρα επαίτης, βοήθεια ζητώ,
στους δανειστές μου προσφέρω τη χώρα,
δίχως ντροπή, ό,τι βρίσκω πουλώ.

Πώς να σε βλέπω στο ράφι, πατέρα,
πώς να τολμήσω ξανά να σε δω,
άρπαγες, κάφρους τούς έκανες πέρα,
μες στην πατρίδα τούς φέρνω εγώ.

Τώρα δικές τους ακόμα κι οι ακτές μας
και τα παιδιά μου γκαρσόνια φθηνά,
ξένοι θα είμαστε μες στις αυλές μας,
θα ’ναι στο σπίτι μας αφεντικά.

Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2012

...Με βάλλουν... στην 20η


Σύμμαχοι παλιοί και φίλοι κάθε λίγο με προσβάλλουν,
τα στατιστικά μου ψάχνουν και τα αντιπαραβάλλουν,
μα πολλοί μου συνεταίροι αδιαντρόπως υπερβάλλουν,
ψέματα δικά τους κι άλλα σε αλήθειες μεταβάλλουν,
αξιωματούχοι ξένοι απειλούν και με διαβάλλουν
και το ηθικό μου θέλουν διαρκώς να καταβάλλουν,
άσπονδοι εχθροί κοιτάζουν στην ΑΟΖ μου να εισβάλουν  
κι εύχονται απ’ την Ευρώπη αύριο να μ’ αποβάλουν.

Πληροφοριοεμπόροι  κιτρινοκραυγές εκβάλλουν,
σε ανησυχίες νέες κάθε μέρα με εμβάλλουν,
τιμητές πολλοί φωνάζουν και στη σύγχυση συμβάλλουν,
μα προτάσεις που ν’ αξίζουν ούτε και συνυποβάλλουν.

Τροϊκανοκυβερνήτες τα σωστά τα αναβάλλουν,
κάθε λίγο και λιγάκι σ’ εξετάσεις μ’ υποβάλλουν,
νέα μέτρα κι άλλα μέτρα συνεχώς μού επιβάλλουν
και για τα λεγόμενά τους και οι ίδιοι αμφιβάλλουν.

Ξένοι ταπεινοί πολίτες φιλικά με περιβάλλουν
και στα όποια αρνητικά μου, τα καλά μου παραβάλλουν. 
Τα καλά ζητώ να λάμψουν και γυαλιά σ’ όλους να βάλουν,
στην πατρίδα ηλιαχτίδες, δε μπορεί, θα ξεπροβάλουν.

Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2012

Πώς ξεκινά το ποίημα


Πότε μια λέξη, πότε μια φράση,
κάποια ιδέα, καινούρια, παλιά,
γίνεται σπίθα, γίνεται φλόγα
και ξεκινάει να καίει η φωτιά.

Έναυσμα γίνεται και ένα βλέμμα,
ένα χαμόγελο κάποιας στιγμής,
κάποτε δάκρυ με ξέχειλη πίκρα,
όμως και δάκρυ χαράς περισσής.

Κίνητρα άπειρα μέσα στη φύση,
δέντρα, λουλούδια, μπουμπούκια, πουλιά,
σύννεφα, χρώματα μέσα στη δύση,
χείμαρροι, μπόρες, ποτάμια, βουνά.

Πέρ’ απ’ τη φύση και πάνω απ’ όλα,
πρώτη αιτία μου είσαι εσύ,
λέξεις και φράσεις γεμάτες με σένα,
πρώτο μου ποίημα μες στη ζωή.

Όταν η σκέψη μου μένει σε σένα,
λέξεις - πλημμύρα ορμητική,
πλήκτρα, μολύβια δεν προλαβαίνουν
όλα να έρθουν μαζί στο χαρτί.

Κι όταν το ποίημα φτάσει στο τέρμα,
βλέπω τους στίχους ξανά και ξανά,
φλόγα καινούρια καθένας ανάβει,
νέο ξεκίνημα γίνεται πια.

Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2012

Υπατία - Αλεξάνδρεια 415 μ.Χ.


                         Α
Λάβαρα, τύμπανα, ρόπαλα, σκόνη,
πλήθος πιστών με σταυρούς και ραβδιά,
σαν το ποτάμι που όλο φουσκώνει,
στης Υπατίας τον οίκο τραβά.

Άσχημα πρόσωπα, πρόστυχες λέξεις,
χειρονομίες, κατάρες, βρισιές,
σαν αγριόσκυλα, όμοιες προθέσεις,
αλαλαγμοί, γρυλισμοί, απειλές.

Κρύβεται ακόμα κι αυτή η εξουσία,
όχλος κυρίαρχος, αιμοδιψής,
νόμος στην πόλη η θηριωδία
αφιονισμένης αγρίας φυλής.

Σέρνουν το κάλλος τα βέβηλα χέρια,
το κουβαλούν σε …αγάπης ναό,
πέτρες, κοχύλια και νύχια – μαχαίρια,
σαν καρχαρίες σε ναυαγό.
                       Β
Ήταν γυναίκα, η γνώση ευρεία,
άλγεβρα, δίκαιο, πολιτική,
αστρονομία, γεωμετρία,
φιλοσοφία, διαλεκτική.

Πνεύμα ελεύθερο, σκέψη σπουδαία,
φήμη, εκτίμηση και μαθητές,
λόγος λαμπρός και η στάση γενναία,
φόβος για ψυχο-εξουσιαστές.

Μικροταγοί, αρνητές τού ωραίου,
ήθους Ελλήνων διώκτες δεινοί,
μόνου θεού εθελούσιοι δούλοι,
όμως κι αδιάντροποι δημαγωγοί
μες στην αμάθεια έχουν φυτέψει
μίσος αλλόθρησκο, μίσος φθηνό,
έχουν τον όχλο αισχρά κολακέψει,
αντί της σκέψης φανατισμό.
                        Γ
Έντρομοι φεύγουν οι λόγιοι όλοι,
τα κυριελέησον διώχνουν το φως,
δύει ο ήλιος στου Ευκλείδη την πόλη,
τώρα κεριά και σκοταδισμός.

Αναξαγόρες, Αισχύλοι, Θαλήδες,
δημηγορίες και λόγοι σοφών,
Μούσες, Ολύμπιοι, Ωκεανίδες,
θέατρα, αγάλματα – έργα θεών
θάβονται, καίγονται, ποδοπατούνται
στ’ όνομα νέου θεού τιμωρού.
Μες στους αιώνες οι όχλοι ορχούνται
πάνω στο πτώμα τού Ελληνισμού.

Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2012

Πόση αλήθεια;


Λόγια καλά και χαμόγελα άφθονα,
έπαινοι, ύμνοι, φιλοφρονήσεις,
σαν ήμουν νέος, τα έβλεπα άδολα
κι έλεγα είναι ωραίες κινήσεις.

Όμως ο χρόνος, τραχύς και αδέκαστος,
έγραφε αργά τις δικές του εκθέσεις
και αποκάλυπτε ποιος είναι έκαστος,
ποια η αλήθεια και ποιες οι προθέσεις.

Πόσα απ’ του κόσμου τα λόγια αυθόρμητα,
πόσων επαίνων βαριά η αξία,
πόσα τα γνήσια απ’ τα χαμόγελα,
πόσα τα στόλιζε υποκρισία.

Κι όμως!
Μέσα στην άγνοια ήταν καλύτερα,
ήσυχος δίχως καμιά υποψία,
τώρα πληρώνω της γνώσης το τίμημα
κι έχασα πια την παλιά ηρεμία.

Κυριακή 8 Ιουλίου 2012

Και τι σαν ...

Με αφορμή την προχθεσινή ανάρτηση στο
 http://kariatida62.blogspot.gr/2012/07/blog-post_06.html 

Χρόνε αδίστακτε, άτεγκτε, άφιλε,
που αγωνίζεσαι για τη φθορά.

Κι αν τη ρυτίδωσες κι αν την ελεύκανες
κι αν στο λαιμό της σημάδια πολλά,
μένει για μένα η πρώτη, η μόνη μου,
πάνω απ’ όλες, γλυκιά ομορφιά,
μέσα στα μάτια της βλέπω τον κόσμο μου,
το κάθε βλέμμα της μια αγκαλιά.

Κι όταν γερμένοι στων χρόνων τα πράγματα,
ίδιες οι σκέψεις μας μες στη σιωπή,
πάντα με θέρμη μιλούν τ’ ακροδάχτυλα,
όπως και τότε, απ’ την πρώτη στιγμή.

Τετάρτη 27 Ιουνίου 2012

Δεν πρέπει


                                              (Μνήμη Ανατολής Κ.)
Ήρθες ξαφνικά απόψε απ’ το πουθενά,
πάνω σου της δυστυχίας ίχνη φανερά,
ύστερα από τρία χρόνια σκοτεινής φυγής,
και στο ύφος σου σημάδια τής βαριάς ντροπής.

Κάποια λόγια, που δε βρήκες, τότε για να πεις,
και τα δέκα μας τα χρόνια της κοινής ζωής
τα διέγραψες μια μέρα μονοκονδυλιά,
κι έφυγες σα μεθυσμένος γι’ άλλη αγκαλιά.

Τρία χρόνια πολεμούσα κι έθαψα βαθιά
την αλόγιστη λατρεία, όλα τα παλιά.
Είπα, γύρισα σελίδα σ’ άλλη εποχή,
ούτε πια θα ξαναδείξω τόση ανοχή.

Ήρθες ξαφνικά απόψε απ’ το πουθενά.
Όπως έφτασες μπροστά μου, το παλιό ξυπνά,
σε πλησίασα με θέρμη, μ’ ανοιχτή καρδιά
και τα χέρια ξεκινήσαν νέα αγκαλιά.

Σε δευτερολέπτου κλάσμα πρόλαβα μεμιάς,
να διακρίνω, να διαβάσω βλέμμα πονηριάς.
Αδυσώπητο ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ στήθηκε μπροστά.
Και τα χέρια υψωθήκαν τώρα σε γροθιά.

Ήταν περιττά τα λόγια, έφτασε η ματιά,
και απάντηση ευθεία βγήκε καθαρά.
Ένα σου ’μεινε μονάχα· η μεταβολή,
και για μένα επιτέλους λύση τελική.

Δευτέρα 11 Ιουνίου 2012

Στο Κόμμα


Κάποτε ήρθε κοντά μου το Κόμμα,
μέλος του μου ’παν να γίνω κι εγώ,
ήμουνα νέος, μεγάλη η φλόγα
για την πατρίδα μας να στρατευτώ.

Ήρθαν συσκέψεις, πολλοί μαζεμένοι,
πάθος κι αγώνας για το σωστό,
ΛΙΓΟΙ μονάχα, γερά κολλημένοι
με το παλιό αλλά και το εγώ.

Σκέψεις, ιδέες, κινήσεις, τρεχάλα,
και το καθήκον μας ο οδηγός,
κάποτε γίνονταν πράγματα άλλα,
όμως τυφλός ο ενθουσιασμός.

Κι όπως ο χρόνος γοργά προχωρούσε,
γίνονταν κι άλλα καινούρια στραβά,
κι όποιος ρωτούσε, λες και τολμούσε
με την αλήθεια να τα ’χει καλά.

Λίγο το λίγο,  την όλη πορεία
την καθορίζαν οι ΛΙΓΟΙ παλιοί
και οι πολλοί  η γνωστή ιστορία 
γίνονταν όλο και πιο αραιοί.
                          
Χρόνια περάσαν και φύγαν και πάνε,
γεύση στυφή, η αλήθεια πικρή,
λες κι είναι νόμος, οι λίγοι νικάνε,
και των πολλών περισσή ανοχή.
    
Ή μες στο Κόμμα θα τρως τη ζωή σου
ή μακριά θα σε τρων τα στραβά,
κι όλοι αυτοί που μαδούν την ψυχή σου
θα σε καλούν οπαδό στα τυφλά.

Σάββατο 2 Ιουνίου 2012

Ω ΠΑΤΡΙΔΑ!


Ω Πατρίδα ρημαγμένη,
ω Πατρίδα τραγική,
ω Μητέρα προδομένη,
απ’ ανεύθυνο παιδί.

Χρόνια βλέπω τις πληγές σου
και αδιάφορα κοιτώ,
πάν’ απ’ όλα οι δουλειές μου,
το συμφέρον το στενό.

Σου ζητούσα να μου δίνεις
επιδόματα, μισθούς,
λες και είχες να πουλήσεις
σωρευμένους θησαυρούς.

Διάλεγα τους βασιλείς σου
που μου έταζαν πολλά,
βρίσκαν άδειο το πουγκί σου
και ζητούσαν δανεικά.

Για να τους ξαναδιαλέγω
μου χαϊδεύανε τ’ αυτιά
κι έκανα πως δεν τα ξέρω
άλλα έργα στα κρυφά.

Μάζευα και υποσχέσεις
να βολέψουν τα παιδιά                        
και με ταπεινές προθέσεις
τους επέλεγα ξανά.

Έβλεπα τις αδικίες,
ανισότητες, κλεψιές,
είχαν γίνει πια συνήθειες,
κάπου ήταν βολικές.

Και οι άλλοι που δε θέλαν
βασιλιάδες να στεφθούν,
παρά μόνο να φωνάζουν
και να σε πετροβολούν,

σε αγώνες με καλούσαν
μόνο να διεκδικώ,
σ’ αδιέξοδα ωθούσαν.
Δρόμοι, πλοία, ρημαδιό.

Όταν έπαιρνες χρυσάφια
στων γηπέδων τις γιορτές,
πατριώτης για τα βάθρα
με σημαίες κι ιαχές.

Στων ακραίων τις δηώσεις,
στις κραυγές φανατικών,
άβουλος, σαν ιδιώτης
σε εξέδρα θεατών.

Κάποιοι συνετοί φωνάζαν
ότι πλέουμε στραβά,
αλλά γραφικούς τούς βγάζαν
και τους πνίγαν στα μουγκά.

Και αναζητώ τους φταίχτες
για τα λάθη μου του χτες,
τάχα συνωμότες κλέφτες,
τοκογλύφοι δανειστές.

Σήμερα ξανά σε στέλνω
στης Ευρώπης τις αυλές,
με το χέρι απλωμένο
για να ζήσω όπως χτες.

Τώρα πια ποιους να διαλέξω
που οι άξιοι σιωπούν,
χρόνια στη γωνιά τούς έχω
κι οι ασήμαντοι μιλούν.

Ω Πατρίδα λαβωμένη,
από φίλια πυρά,
κάποτε ανδρειωμένη,
τώρα μες στην καταχνιά.

Πόσους στίχους να σου γράψω,
είναι τόση η σκουριά,
τι να πρωτοπεριγράψω,
τι να πω και στα παιδιά.

Τύψεις μ’ έχουν περιζώσει
στις ευθύνες μου μπροστά,
πλούτο μέγα μου ’χεις δώσει,
σου χρωστώ τόσα πολλά!

Τετάρτη 16 Μαΐου 2012

Όνειρο εαρινής ημέρας

                               Απέτυχε η προσπάθεια συγκρότησης
                             κυβέρνησης εθνικής ενότητας, 
                             μετά τις εκλογές της 6ης Μαΐου.

Καπετάνιοι μικροί και μεγάλοι προσήλθαν,
αρχηγοί, αρχηγίσκοι κι οπλαρχηγοί,
την αγάπη στο έθνος ξανά διακηρύξαν,
για ευθύνες μιλήσαν, κανείς για φυγή.

Κατά μέρος αφήσαν φωνές συνθημάτων,
η ανάγκη μεγάλη, το χρέος βαρύ,
συμφωνήσαν για λύσεις πολλών προβλημάτων,
την αλήθεια τη δείξαν στον κόσμο γυμνή.

Εθνική συγκροτήσαν κυβέρνηση κύρους,
σκοπιμότητες, μίση τα θάψαν βαθιά
και διαλύσαν παλιούς και νεότερους μύθους
πως στον τόπο αυτό η διχόνοια νικά.

Στης πατρίδας μας όλοι το άρμα ζεμένοι,
φαντασία και σύνεση είν’ οι μοχλοί,
ξεκολλάμε απ’ τη λάσπη γερά ψυχωμένοι,
μας κοιτάζουν οι ξένοι και νιώθουν τρελοί.

Κι απ’ την πόλη θα ρθω, στην κορφή μου κανέλλα,
μόνο λίγο καιρό ξαποσταίνω εγώ
και μια νύχτα ηλιόλουστη με την ομπρέλα,
προς τη δόξα με όργανα πάλι τραβώ.