Μεγαλειότατοι,
Υψηλότατοι, Σεβασμιώτατοι, Παναγιώτατοι,
Εκλαμπρότατοι, Πολυχρονεμένοι, Εντιμότατοι, Μικάδοι, Τσάροι, Αυθένται, Σκηπτούχοι, Γαληνότατοι, Μονάρχαι κλπ, κλπ.
Ω
σεις, που ανεβήκατε σε θώκους σεβαστούς,
που
έχετε τριγύρω σας πληθώρα τούς πιστούς,
ω
σεις, με τις κορώνες, τα στολίδια, τα λιλιά,
που
σαν τα παραμύθια σάς κοιτάζουν τα παιδιά,
ω
σεις, που σας ασπάζονται τα χέρια οι οπαδοί,
που
έκθαμβοι σας προσκυνούν, φιλούν και τη στολή,
ω
σεις, οι θεοπρόβλητοι, αρχέγονοι ταγοί,
που
στέκεστε αγέρωχοι, ακμαίοι, σοβαροί,
ω
σεις, που χαιρετίζετε τα πλήθη, που βοούν,
και
τις διαστάσεις σας να δουν, δε θέλουν, δεν τολμούν,
ω
σεις, ποιμνίων και εθνών, γενναίοι αρχηγοί,
που
τα μικρά σας ξέρουνε μονάχα οι αυλικοί,
ω
σεις, που βολευτήκατε σε ρόλους θεσμικούς,
χορτάτοι
εξουσία, υπηκόους και μισθούς.
Ας
έβγαινε μια μέρα, από σας, ένας μπροστά,
να
διακηρύξει σθεναρά με λίγα λόγια απλά:
«Ω
άνθρωποι, συνάνθρωποι, καλοί μου αδελφοί,
μη
μου ξαναφιλήσετε τα χέρια, τη στολή,
και
μη μου ξαναδείξετε την όποια υποταγή.
Η
τύχη με ανέβασε στο θρόνο μου αυτό
και
όχι κάποιο θεϊκό μυστήριο γραφτό.
Μη
στήνετε φαντάρους τη θωριά μου να τιμούν,
μη
φέρνετε τις μπάντες τα λιλιά μου να υμνούν,
αφήστε
ροδοπέταλα, διαδρόμους και χαλιά,
καιρός
αυτά τα έθιμα να πάνε στην πυρά.
Και
αν τα έργα μου φανούν ωραία και σωστά,
δώστε
μου λίγη δύναμη με δυο λόγια καλά.
Και
αν τα έργα μου φανούν ασήμαντα, μικρά,
ζητήστε
να ξεκουμπιστώ, να φύγω μακριά.
Φωνάξτε
με με όνομα ή πείτε με αδερφό,
και
με δική σας θέληση να μ’ έχετε ταγό».