-Σε
περιμένω να φανείς στο διάσελο να λάμψεις
απόψε
που μ’ αγκάλιασε η νύχτα ασφυκτικά,
μα
συ αργείς, δεν έρχεσαι, τις σκέψεις μου να κάψεις,
που
άχαρες κι επίμονες μου τρων τα σωθικά.
-Θα
το ’θελα μα δε μπορώ την ώρα μου ν’ αλλάξω,
η
Γη κι ο Ήλιος με κρατούν στην έλξη τους γερά,
όμως
να μ’ έχεις σίγουρη, το χρέος μου θα πράξω
κι
αυτά που τρων το είναι σου θα διώξω μακριά.
Οι
σκέψεις είναι ατέλειωτες, ατέλειωτες κι οι νύχτες,
μα
δε μπορούν να σβήσουνε ούτε το λίγο φως,
το
φως μου ακόμα κι αμυδρό με λίγες του αχτίδες,
στο
σκοτεινό σου πέλαγος θα γίνει πλοηγός.
Αν
της ψυχής σου τα κλειστά παράθυρα ανοίξεις,
το
φως θα γίνει ανέσπερο σε κάθε της γωνιά,
τις
σκέψεις σου τις σκοτεινές θα τις εγκαταλείψεις
και
άτρωτος θα είσαι πια σε κάθε ερημιά.