(από ένα παλιό χειρόγραφο)
Καινούριος
μπέης στο χωριό απ’ άλλο βιλαέτι
και οι τελάληδες μιλούν για νέο
νομοθέτη
εδώ στο Σκυψοκέφαλο, το
ένδοξο χωριό μας·
είναι ο Τρόικας ο τρανός,
ήρθε για το καλό μας.
Είπαν
θα σώσει το χωριό απ’ όλες τις αρρώστιες,
ξέρει
καλά τις συνταγές, όλες σε ξένες γλώσσες,
θα
χρειαστεί όμως καιρό – πώς κάνει μία κλώσα –
να
προστεθούν, ν’ αφαιρεθούν κάποιες χιλιάδες γρόσια.
Ακούσανε
οι χωριανοί τα νέα τα χαμπέρια,
καθήσαν
στα σπιτάκια τους, σταυρώσανε τα χέρια,
όλοι
τους τώρα καρτερούν το μπέη να τους δώσει
φαρμακογρόσια
μπόλικα και το χωριό να σώσει.
Ο
μπέης κοίταξε παντού και βρήκε τα δεφτέρια,
σκάλισε
τα παλιά χαρτιά, τα χίλια βερεσέδια,
οι
δημογέροντες μιλιά δεν τόλμησαν να βγάλουν,
τα
λόγια τους μασήσανε, μ' αυτόν πώς να τα βάλουν;
Άφθονα
γρόσια άφησε ο μπέης να μοιράσουν
για
λίγους μήνες, δανεικά, να έχουν να περάσουν,
έφυγε
γι’ άλλα δυο χωριά σε ξένα βιλαέτια,
κι
εκεί να δώσει δανεικά με άλλα μουραφέτια.
Μα
νόμους ζήτησε σκληρούς, οι άρχοντες να βάλουν,
τα
γρόσια είναι δανεικά – γι' αυτό μην αμφιβάλουν –
κι
όσα παλιά οι χωριανοί τα είχαν συνηθίσει,
αν
δεν τ’ αφήσουν γρήγορα, αλλιώς θα τους μιλήσει.
Χωρίς
περίσκεψη πολλή, η δημογεροντία
καινούριους
νόμους όρισε για την περιουσία,
γρόσια
πολλά να μαζευτούν, ο μπέης πώς προστάζει,
κι
όταν εδώ θα ξαναρθεί, αλλιώς να τα μοιράζει.
Κι
αρχίσαν φόροι σαν βροχή, χαράτσια σαν χαλάζι,
τρέχουν
να βρουν οι χωριανοί, τι μένει, τι αλλάζει.
Δουλειές
παλιές και μαγαζιά έχουνε σταματήσει,
καθένας
ψάχνει μόνος του το πρόβλημα να λύσει.
Φόροι-χαράτσια
σε παλιούς και νέους αραμπάδες,
φόροι
σε σπίτια και αυλές, ταράτσες, καμινάδες,
εξώστες,
σκάλες, οβορούς, κοτέτσια και αχούρια,
φόροι
και στα καματερά, φόροι και στα γαϊδούρια.
Φόροι στους στάβλους, στα
μαντριά, στις στάνες, στα ντουβάρια,
φόροι
στα γιδοπρόβατα, και στέρφα και γαλάρια,
χαράτσι
στα παλιάμπελα, στους λόγγους, στα τσαΐρια.
Πολλοί που φοβηθήκανε κρύψανε τα μπακίρια.
Όσοι
μπορέσαν πούλησαν, τους φόρους να ξοφλήσουν
και
πήρανε τα μάτια τους αλλού να ροβολήσουν,
οι άλλοι, δουλοπάροικοι σε
νέους τσιφλικάδες,
ξεχάσανε και σβήσανε παππούδες, πατεράδες.
ξεχάσανε και σβήσανε παππούδες, πατεράδες.
Τα
πάντα πουληθήκανε σε ξένους παραλήδες
που
δε γνωρίζουνε χωριά, δεν ξέρουνε πατρίδες.
Σε
δρόμους και σε κτήματα ονόματα καινούρια:
Ντραγκώφ, Μερκώλ, Ολάχτ, Αλί,
Τσιν Κον, Βαρόζ, Αλμούρια
Ντόπιοι
στο Σκυψοκέφαλο σήμερα δεν υπάρχουν,
μονάχα
ξένοι κατοικούν, σε άλλες γλώσσες γράφουν,
χίλιες
φυλές και μωσαϊκό ο τόπος έχει γίνει
και
τώρα δημογέροντες, οι φραγκολεβαντίνοι.
1.
Για το όνομα Τρόικας, του μπέη, υπάρχουν διάφορες εκδοχές: α) από το τροκάνι,
κουδούνι που κρεμούν στο λαιμό των προβάτων, β) από τη λέξη τρόμος, γ) από τη
λέξη τρόπαιο, δ) από το δημοτικό τραγούδι «τρία πουλάκια κάθονταν…» κλπ.
2.
Το όνομα του χωριού Σκυψοκέφαλο προέρχεται από το αρχαίο Υψηλοκέφαλον (οι
κάτοικοι δεν έσκυβαν σε κανέναν το κεφάλι). Με την πάροδο του χρόνου το όνομα
διολίσθησε σιγά-σιγά, ακολουθώντας την εξέλιξη των πραγμάτων: Υψηλοκέφαλον-Ψηλοκέφαλο-Ψιλοκέφαλο-Λειψοκέφαλο-Κυψοκέφαλο-Σκυψοκέφαλο…