Σε
βαριά συλλογή και απόψε ο γέρο-Μανώλης,
της
Δεσπούλας του μένει ανοιχτή η πληγή,
το
μεγάλο του σφάλμα, σαράκι, τον τρώει,
πουθενά
δε μπορεί ησυχία να βρει.
Σκοτεινιά
ξαναβλέπει στης Δέσπως τα μάτια,
σφραγισμένα
τα χείλη, βαριά η καρδιά,
η
κακή της η τύχη τον κάνει κομμάτια,
στην
ψυχή του ισόβια η μαχαιριά.
Δεκατέσσερα
χρόνια τον καίει το λάθος
να
παντρέψει τη Δέσπω του μες στο χωριό,
Ερινύες
τον τρων από τότε με πάθος,
πώς
αυτός να το πράξει ένα τέτοιο κακό.
Ζοφερό
και σκληρό είχε ρθει το πενήντα,
τα
ερείπια βγάζαν ακόμα καπνούς,
το
χωριό ρημαγμένο, χαροκαμένο,
κάποια
σπίτια μετρούσαν και πέντε νεκρούς.
Είχε
μπει πια η Δέσπω στα εικοσιπέντε,
αγωνία
στο σπίτι, το ράφι απειλή,
κι
ο Μανώλης να ψάχνει και να ρωτάει.
Τα
κορίτσια πολλά, λιγοστοί οι γαμπροί.
Είχε
ωραία παιδιά ο Μανώλης στο νου του,
για
τη Δέσπω να βρει παλληκάρι σωστό,
ο
εμφύλιος όμως τραχύς στο χωριό του.
Και
χαθήκαν τριάντα. Μεγάλο κακό!
Οι
καλύτεροι έπεσαν μες στον αγώνα,
δίχως
να ’χουν ποτέ υποψία καμιά,
σε
σκακιέρα συμμάχων τούς κάναν πιόνια
και
παιχνίδι στην πλάτη τους παίξαν κρυφά.
Προξενήτρες
στο σπίτι τού γέρο-Μανώλη
ψωραλέα
γαϊδούρια σαν άτια υμνούν,
του
συστήνουν και άγνωστους από την πόλη.
Και
της Δέσπως τα χρόνια δεν καρτερούν.
Ποιον
να βρει να διαλέξει ο γέρο-Μανώλης –
και
η Δέσπω δε θέλει να φύγει μακριά –
απαιτήσεις
δεν έχει, πολλά δε ζητάει,
πάνω
απ’ όλα, ο νέος να έχει ανθρωπιά.
Επιτέλους
ο γάμος, το ράφι στην άκρη,
το
μη χείρον ο νέος, παιδί τού χωριού,
της
Δεσπούλας η τύχη ριγμένη σαν ζάρι,
μουδιασμένη
ελπίδα σωστού τυχερού.
Απ’
την τρίτη βδομάδα το πρώτο σημάδι,
σ’
έναν λόγο απλό, μια αιτία μικρή,
του
ανθρώπου η γλώσσα γεμάτη φαρμάκι.
Και
οι θειές ορμηνέψανε υπομονή.
Ξεδιπλώθηκαν
κι άλλα, μικρά και μεγάλα,
στου
ανθρώπου τη σκέψη στραβές οι βουλές,
κάθε
λίγο βουρκώνουν της Δέσπως τα μάτια,
στην
καρδιά της κρυάδα, μικρές οι χαρές.
Μαραζώνει
η Δέσπω στου κόσμου τη σφύρα,
δεν
τολμά να διαρρήξει αιώνων δεσμά,
των
ηθών οι χαλκάδες ορίζουν τη μοίρα.
Του
ανθρώπου η αξία βαδίζει αργά.
Δεκατέσσερα
χρόνια απ’ του γάμου την τύχη,
δυο
παιδιά έχει η Δέσπω, απαντοχή,
και
ο γέρο-Μανώλης σε άφατη λύπη,
σιγανά,
σαν τραγούδι, μονολογεί:
Μες
στην τύχη πολλά τα στραβά και τ’ ανάποδα,
ποιος
θα βρει τα παλιά, ποιος θα δει τα καινούρια,
σαν
πεθάνουνε, κόσμε, τα άλογα,
παίρνουν
αξία τα γαϊδούρια.
Ο γέρο-Μανώλης έκλεισε τα μάτια του το 1964, παραμι-
λώντας στα τελευταία του για το κρίμα που τον βάραινε.
Η Δέσπω πέθανε το 2010, με τη βεβαιότητα
πως, ό,τι κι αν
πέρασε, ήταν γραμμένο …