Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 2014

Πάλι Γενάρης

Προ των πυλών μας ο νέος Γενάρης
και ζωντανεύουνε σχέδια παλιά,
τα ’χουμε τόσες φορές αναβάλει,
τ’ αναμοχλεύουμε πρωτοχρονιά.

Φέγγουνε πάντα στο νου μας οι στόχοι,
όμορφοι σαν λαμπερά πρωινά.
Όρκοι, δεσμεύσεις: «αυτόν το Γενάρη
θα ξεδιπλώσουμε πια τα φτερά».

Ένας ακόμα τελειώνει Δεκέμβρης
και φωνασκούνε οι όρκοι ξανά,
βλέπουμε πάλι στο βάθος τούς στόχους,
που μας καλούνε να βγούμε μπροστά.

Κι όπως κινούμε, στο πρώτο μας βήμα
άλλη, οξύτερη τώρα φωνή.
Είναι τα μήπως, τα όμως, τα ίσως.
Και ξαναδίνουμε αναβολή…


Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2014

Απολογισμός Θανάση Π. (1900-1984)

Πολέμους οι παππούδες μου, πολέμους ο πατέρας,
γλυκό ψωμί δεν έφαγαν, δε χάρηκαν ζωή,
με αγγαρείες και διωγμούς, των μπέηδων φοβέρα,
και κάθε λίγο οι ληστές στη φτώχεια επιδρομή.

Το ’12 τινάξαμε την άθλια σκλαβιά μας,
είπαμε τώρα λεύτεροι, ανοίγουμε πανιά,
ώσπου να ξετυλίξουμε καινούρια όνειρά μας,
μπαρούτι τα Βαλκάνια, ξανά μες στη φωτιά.

Στα κράτη αναστάτωση και τι να καταλάβεις,
λαοί πολλοί στον πόλεμο, μπροστά οι Γερμανοί,
σα λάστιχο τα σύνορα, όλο καινούριοι χάρτες
και οι αντίπαλοι ρητά δηλώναν Χριστιανοί!

Κι εμείς αιώνες στο κλαρί, αγώνες και θυσίες,
ποτέ δεν αρκεστήκαμε μονάχα στους εχθρούς,
καπεταναίοι, αρχηγοί και ξενοβασιλείες,
διχόνοιες, αναθέματα κι αλληλοσπαραγμούς.

Με φτάσαν στο Σαγγάριο αφρονοπατριώτες
με λόγια υπερφίαλα αρχαίας εποχής,
ιδέες, κόκκινες μηλιές, ως άλλοι δονκιχώτες
ξεπέρασαν τα όρια της κάθε αντοχής.

Κι ενώ χαρτοσχεδιάζανε μεγαλειώδη νίκη,
ως νέοι μεγαλέξαντροι - δεινοί εκπορθητές,
μας πήραν σβάρνα των τσετών τα αιμοβόρα στίφη,
στη Σμύρνη τσακιστήκαμε γυμνοί κολυμβητές.

Μ’ ένα καΐκι πρόλαβα να βγω στη Μυτιλήνη,
μαζί μου γέροι και μωρά φριχτού ξεριζωμού,
ανύποπτα και άδικα πετάχτηκαν στη δίνη.
Ανέντιμων Δυνάμεων παιχνίδια τού χαμού.

Το πώς καράβι, Πειραιά, Αθήνα, Σαλονίκη,
και πόσα τα μερόνυχτα, τι ρούχα, τι ψωμί,
με πόσο ποδαρόδρομο στο πατρικό το σπίτι,
τι να κρατήσει το μυαλό και τι να πρωτοπεί.

Βουνά και βράχια στο χωριό, όλοι στη μαύρη φτώχεια,
τα λίγα γιδοπρόβατα η μόνη απαντοχή,
κι αν είχε φύγει η τουρκιά, στα ίδια κακοτόπια
το άδικο ανέπαφο, η ίδια προκοπή.

Ανάγκη και απόφαση, ξανά στη Σαλονίκη,
άγνωστος μες στους άγνωστους, σφιγμένη η καρδιά,
παράγκες και αντίσκηνα, οι πρόσφυγες μελίσσι,
μπροστά η ζωή περίμενε και ήθελε δουλειά.

Φωνή λαού, οργή θεού, η δίκη για τους έξι,
τα μίση ασταμάτητα, θεριά οι διχασμοί,
παράξενος ο τόπος μας, πόσα δεινά ν’ αντέξει,
περίσσεψαν οι ήρωες μα και οι παλαβοί.

Απάνω κάτω η ζωή, κυλήσανε οι χρόνοι,
δουλειά και οικογένεια, μαζί μου η Μαριώ,
τέσσερα φέραμε παιδιά στου βίου το αμόνι,
δύο μικρά δωμάτια και ένα πλυσταριό.

Κινήματα, απόπειρες, νοθοπαλινορθώσεις,
εκκαθαρίσεις στο στρατό, αθρόες ταραχές,
αγώνες για το δίκαιο, αναίτιες διώξεις,
ο βούρδουλας, ο Μεταξάς, φασιστοδιαταγές.

Στην Ήπειρο απρόκλητα η αυτοκρατορία
τη νύχτα τελεσίγραφο χωρίς καμιά ντροπή,
κι εμείς με πάθος, άφοβα μπροστά στην Ιστορία,
τραβήξαμε στον πόλεμο λες κι ήτανε γιορτή.

Και σύντομα γνωρίσαμε Βανδάλους, Βησιγότθους,
μας ήρθαν σιδηρόφρακτοι, ως Άρια φυλή,
στο Ρούπελ δοκιμάσανε τους ιερούς μας όρκους,
πατήσανε τα σύνορα με τίμημα βαρύ.

Από κοντά τους Βούλγαροι – καλή η ευκαιρία –
με τους ναζίδες συνεργοί, τα σχέδια τους παλιά,
τριπλή στη χώρα κατοχή, καινούρια τραγωδία,
προδότες και δοσίλογοι, η πείνα, η φωτιά.

Οργάνωση κι αντίσταση, Ευρώπης απορία,
αντίποινα τρισβάρβαρα, στυγνοί εκτελεστές,
τον άνθρωπο θεώρησαν ασήμαντη αξία,
πάνω τους ανεξίτηλος παγκόσμιος λεκές.

Μας παίνεσαν για ήρωες οι σύμμαχοί μας Άγγλοι,
κι εμφύλιο μας τοίμασαν με δόλιο σκοπό,
χωρίς περίσκεψη οι μεν, αδίστακτα οι άλλοι
απάνω στα ερείπια ξανάρχισαν χορό.

Η πρώτη κόρη χάθηκε αντάρτισσα στο Γράμμο,
ο γιος, φαντάρος, έπεσε σ’ ενέδρα ανταρτών,
θυσίες δίχως νόημα σε αδηφάγο χάρο,
στης Γιάλτας την ωμότητα αθλίων προγραφών.

Τι να σου πω για νικητές και τι για ξερονήσια,
γι’ αντεκδικήσεις ταπεινές, για δίκες και διωγμούς,
μιάσματα, φρονήματα και τρομοκρατορία,
όσοι μπορέσαν έφυγαν σε τόπους μακρινούς.

Τα χρόνια αργοκύλησαν, στυφή δημοκρατία,
του κράτους οι υπάλληλοι με κόσκινο ψιλό,
φόβος ο χωροφύλακας, παντού καχυποψία,
καθένας με το φάκελο, σε πόλη και χωριό.

Μικρή ανάσα για στροφή, για νέα ιστορία,
συνθήματα, ανένδοτοι, ελπίδες μακρινές.
Οι σύμμαχοι, τ’ ανάκτορα και η αποστασία,
φωνές και προβοκάτσιες, υπόγειες δουλειές.

Τα ίδια πάλι απ’ την αρχή, χουντοδικτατορία,
η Γυάρος, τα μπουντρούμια τους και οι βασανιστές,
αθύρματα, τυχάρπαστοι, πατριωτοβλακεία
και συνεργάτες πρόθυμοι για θώκους κι αμοιβές.

Η χούντα ξενοπνίγηκε στης Κύπρου μας το αίμα,
μπροστά μας πάλι πόλεμος με γείτονα αισχρό,
για λίγο η ενότητα να βγούμε απ’ το τέλμα,
μα γρήγορα τα κόμματα σαν τον παλιό καιρό.

Αρχίσαν κάποια βήματα, καινούρια ελευθερία,
κι από την ψωροκώσταινα σ’ ευρωπαϊκό ρυθμό,
βαθιές οι ρίζες τού στραβού και η νοοτροπία,
παλιές οι σκοπιμότητες και το μυαλό μικρό.

Ξανά για νέα αλλαγή και όνειρα σπουδαία,
τα σχέδια μεγαλόπνοα και ενθουσιασμός,
μα πώς να προχωρήσουνε με βήματα γενναία;
Παιδεία δίχως όραμα, κενός πολιτισμός.

                                      Ο Θανάσης Π., βιοπαλαιστής,
                                      μορφωμένος απόφοιτος Δημοτικού.
                                      Στις ατέλειωτες διηγήσεις του συνήθιζε να μονολογεί:
                                      Η Ιστορία πέρασε από πάνω μας.

                         

Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2014

Έρις


                                                         του Κωστή
Σιωπηλός στο παγκάκι εκείνος, λευκά τα μαλλιά,
πολυβόλο στεκόταν εκείνη μπροστά του,
νευρικά, πέρα-δώθε βροντούσε κλειδιά
και οι λέξεις οβίδες που σκάζαν κοντά του.

Στο αρχείο τής μνήμης μια τέτοια φωνή,
κι ένα σφίξιμο χτύπησε σήμα κινδύνου.
Ήταν ίδια, σαν τότε, ψιλή και κοφτή,
προσταγή, κάθε φράση, δεινού αντιδίκου.

Με προφύλαξη πέρασα, βήμα ταχύ,
μη τυχόν και ανοίξει καμιά ιστορία.
Σιγουριά αναμφίβολη. Ήταν αυτή!
Η παλιά ομορφιά της μικρή υποψία.

Είχαν γίνει τριάντα τα χρόνια μας του χωρισμού
και απρόοπτα σήμερα βγήκε μπροστά μου,
ενοχές πληγωμένου μου εγωισμού
ανασκάλισαν άγρια τα σωθικά μου.

Εναντίον μου στράφηκα πάλι, σκληρά,
για τα δύο τής νιότης μου χρόνια χαμένα,
που μαζί της σπατάλησα τόσο πικρά.
Κάθε τόσο θεριεύουνε τα περασμένα.

Μια παγίδα σαγήνης, κρυφή-φανερή,
ήταν όμορφη κι είχε κορμί Αφροδίτης,
σε τανάλια βελούδινη είχα πιαστεί,
ένα έλασμα εγώ, και εκείνη μαγνήτης.

Το ωραίο το μαύριζε μες στη στιγμή,
η γαλάζια θωριά της γινόταν φουρτούνα,
η γλυκιά της λαλιά, ψυχοβόρα ριπή.
Και μια λύση σωτήρια αναζητούσα. 

Αδυσώπητη πάλη, μια πίσω μια μπρος,
στα δυο χρόνια το έλασμα έγινε πέτρα,
ο μαγνήτης αδύναμος πλέον εχθρός.
Κι η φυγή επιτέλους μια ήσυχη μέρα.

Ω αμίλητο θύμα, με τ’ άσπρα μαλλιά,
σ’ ένα τέλμα πεσμένος, ατέλειωτης λύπης.
Δεν αλλάζει! Κι ας έχεις μεγάλη καρδιά.
Οδηγός της η Έρις, βαθιά στην ψυχή της.

  Έρις, κόρη τής Νυκτός και του Χάους.
  Θεά τής ζήλειας, της φιλονικίας, της σύγκρουσης.


Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2014

Αγωνιστής

Βλέπεις μαϊμούδες και βδέλλες και φίδια,
όμως εσύ στον αγώνα τραβάς,
σίγουρος είσαι πως όλα θ’ αλλάξουν,
είσαι γενναίος και πολεμάς.

Κι αν καταφέρεις να πείσεις ελάφια,
μες στον αγώνα να μπουν σθεναρά,
και οι μαϊμούδες, οι βδέλλες, τα φίδια
συμμαζευτούνε στην άκρη τους πια,

Τώρα κοντά σου θα έχεις ελάφια,
οι αποφάσεις γοργά θα παρθούν,
σχέδια σπουδαία θα βγουν απ’ τα ράφια,
μέρες αλλιώτικες θα ξεκινούν.

Κι όπως θα γίνονται βήματα νέα,
όλα θα δείχνουν να είναι καλά,
ώσπου να δεις τις καινούριες μαϊμούδες,
φίδια και βδέλλες να βγαίνουν ξανά.

Κι απ’ τα ελάφια που τρέξαν μαζί σου,
κάποια σε λίγο αλλιώς θα φερθούν,
άλλα, δοσίματα θα απαιτήσουν,
άλλα, απρόβλεπτα, θα κουραστούν.

Κι όμως, αυτός ο αγώνας αξίζει,
κι ας τ’ αποτέλεσμα είναι μικρό.
Πάντα υπάρχουν κρυμμένα ελάφια
που πυρακτώνονται για το καλό,
έχουν ζυγίσει τα ναι και τα όχι
κι έχουνε βρει το δικό τους ρητό:
Κάλλιο αγώνας για τον αγώνα,
κι όχι ζωή δίχως ένα σκοπό.


Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2014

Πένθος για το Τζων Κένεντυ


  Στις 22 Νοεμβρίου 1963 δολοφονήθηκε ο Τζων Κένεντυ, πρόεδρος των ΗΠΑ, δημοφιλής και στην Ελλάδα. Η κυβέρνηση εις ένδειξιν πένθους έκλεισε και τα σχολεία. Τηλεόραση δεν υπήρχε. Το τηλεγράφημα έφτασε στο σχολείο μας με καθυστέρηση.

Παρά τη γκρίνια τής γιαγιάς – άσκοπα έξοδα –
ανελλιπώς εφημερίδα κάθε μέρα,
την έγκυρη «Μακεδονία» απαραίτητα,
ευγνωμοσύνη, και γι’ αυτό, χρωστάω τού πατέρα.

Φωτογραφίες και ειδήσεις για τον Κένεντυ,
και πως τον αγαπούσανε κι οι νέγροι.
Εγώ, απ’ την «καλύβα τού μπάρμπα-Θωμά», τα πάθη τους.
Κι έφτασε ’κείνη η μέρα τού Νοέμβρη.

Τρεις ώρες έμεναν ακόμα για το σκόλασμα
κι ήρθε ο δάσκαλος με φούρια μες στην τάξη,
μας είπε πως σκοτώσανε τον Κένεντυ
και πως η χώρα μας στο πένθος θα μετάσχει,
κλειστό θα μείνει το σχολειό.

Δεν πρόλαβε να πει κουβέντα δεύτερη,
αλάλαξε απ’ τη χαρά η τάξη,
έτσι απρόσμενα να χάσουμε το μάθημα,
ήταν η τύχη μας μεγάλη.

Κι εγώ τη στεναχώρια μου την έπνιξα,
μη και εισπράξω μαζική την κοροϊδία,
πολύ σκληρά μπορούν να γίνουν τα παιδιά,
δεν τη σηκώνουν την παραφωνία.

Ξεχύθηκαν οι τάξεις με φωνές στο διάδρομο,
χαμογελούσε τής δευτέρας η δασκάλα,
παιχνίδια στήθηκαν αμέσως στο προαύλιο
κι εμείς, έκτη με πέμπτη, πιάσαμε τη μπάλα.

Κι εσύ βρε δάσκαλε,
(Γραμματική και Αριθμητική πολύ καλός),
αντί να μας το πεις με κάποιον τρόπο
να καταλάβουν όλοι, να συγκινηθούνε,
πώς δεν το πρόσεξες;
Κι έτσι μας άφησες, παιδιά, να εκτεθούμε!

Μεγαλώνοντας, καταλάβαινα πόσο αδύναμος είναι ο πρόεδρος των ΗΠΑ μπροστά στα πανίσχυρα συμφέροντα.
Παρακολουθώντας όμως τους διαδόχους τού Κένεντυ, μέχρι σήμερα, και παρότι έχω διαβάσει για τις αδυναμίες  τού Κένεντυ, κρατώ μέσα μου τη μεγάλη λύπη και συγκίνηση που ένιωσα, παιδί, για την άγρια δολοφονία του.


Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2014

Μοναξιά 6

                                                                       της Αργυρώς
Ήρθε η νύχτα σαν χθες, σαν προχθές και σαν αύριο,
ίδιες οι ώρες, το σπίτι μου ίδιο,
μόνη και πάλι σαν χθες, σαν προχθές και σαν αύριο,
όμοιες κινήσεις και σκέψεις το ίδιο.

Είναι μεγάλες οι νύχτες, βαριές, σκοτεινόψυχες,
όσες οθόνες και φώτα ν’ ανάψεις,
κι αν, ειδημόνων και μη, οι συστάσεις καλόψυχες,
πώς να μπορέσεις τη μνήμη να κάψεις;

Ήταν ωραία τα χρόνια μ’ εκείνον, ανέφελα,
ονειρεμένη η ευτυχία,
ώσπου απρόσμενα, άκομψα, τόσο αναίτια
έφτασε δύσμορφη η προδοσία.

Πέρασαν χρόνια. Και δύο ακόμα προσπάθειες
της μοναξιάς το φορτίο να ρίξω.
Όλα καλά στην αρχή. Οι συνέχειες άθλιες!
Άραγε πρέπει ξανά να ελπίσω;

Ήρθε η νύχτα σαν χθες, σαν προχθές και σαν αύριο
μες στη βουβή μου ελευθερία,
κι όλο γυρνά στο μυαλό, τής γιαγιάς το τροπάριο:
δε θά ’ρθει μόνη της η ευκαιρία…

                                                                               

Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2014

Το μετά

Ήταν μεγάλο το πλήθος,
είχε δικαία οργή
κι έβαλαν πλάτη ν’ ανέβει ο ήλιος.

Ήταν μεγάλος ο πόθος,
είχε πικρό παρελθόν
κι έπαψε πια να τους ζώνει ο φόβος.

Ήταν μεγάλη η δίψα
να στεριωθεί το σωστό
κι είχανε σίγουρο όλοι το πείσμα.

Άνοιξε μπρος τους ο δρόμος,
είδαν πως ήταν μακρύς,
όμως κανένας δεν ένιωθε μόνος.

Βήματα πρώτα, γενναία –
να που μπορούσαν λοιπόν – 
και τα αισθήματα ήσαν ακμαία.

Βήματα νέα με μόχθο,
βρήκαν την πρώτη στροφή,
κάποιοι μιλήσαν για μάταιο κόπο.

Μες στη στροφή η παγίδα –
γνώστης δεινός ο εχθρός –
άφθονο σκόρπισε γύρω το χρήμα.

Λίγοι στο χρήμα σταθήκαν
και απομείναν εκεί.
Μα οι πολλοί στον αγώνα τραβήξαν.

Πλήθος στροφές κι ανηφόρες,
όμως η πίστη σκληρή,
πρόβαλαν ήδη ευοίωνες ώρες.

Ήρθε επιτέλους η νίκη,
μέρα θριάμβου τρανή,
και του εχθρού λουφαγμένοι οι λύκοι.

Γιόρτασαν όλοι τη νίκη,
ήταν θερμές οι ευχές,
φανταχτεροί επινίκιοι ύμνοι.

Λόγια ακόμα ωραία,
μα οι καιροί βιαστικοί,
όλοι τους τώρα καθήκοντα νέα.

Βήματα αλλιώτικου μόχθου
να στεριωθεί το σωστό,
άλλη πορεία μακρύτερου δρόμου.

Άλλες στροφές κι ανηφόρες.
Κι ένας καινούριος εχθρός!
Πιο δυνατός! Και όλες τις ώρες.

Ήταν αντίπαλος μέγας,
κάθε στιγμή και λεπτό.
Μέσα του πάντα τον είχε καθένας…


Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2014

Φυγή στα 91

Χίλια μάς έκανες καλά, σβησμένα τα ’χες όλα,
ένα εμείς σού κάναμε και το ’φερες βαριά,
λίγες βδομάδες έμειναν την τελευταία ώρα,
να σε υπηρετήσουμε μ’ όλη μας την καρδιά.

Σίγουρα κρυφομίλησες στην Άτροπο τη νύχτα
και χάρη θα της ζήτησες, για πρώτη σου φορά,
τη θερμοπαρακάλεσες να κόψει πια το νήμα,
μη και προλάβεις, κούραση να φέρεις στα παιδιά.

Στην άκρη ανενδοίαστα ξανά τον εαυτό σου,
όπως και σ’ όλη τη ζωή, στους άλλους το μυαλό,
ακόμα και σαν έφτασες μπροστά στο θάνατό σου,
πέρα από κάθε όριο, να κάνεις το καλό.

Γυρνώ στα τόσα που ’ζησες απ’ τα μικρά σου χρόνια,
πολέμους, φτώχειες, άδικα, ποικίλες συμφορές,
σαν έλατο περήφανο στη λάβα και στα χιόνια,
στεκόσουνα αφόβιστη. Θηρίου αντοχές!

Όσα κι αν γράψω, λιγοστά μπρος στη μεγαλοσύνη,
με δέος για το μέγεθος, άπειρο σεβασμό,
φτωχές οι λέξεις, δε χωρούν την τόση καλοσύνη,
πώς να φανεί το βάθος της μέσα σ’ ένα γραπτό;

   Ένα μικρό γραπτό για έναν μεγάλο Άνθρωπο, που έφυγε οριστικά και αμετάκλητα, πριν λίγες μέρες, μετά από σύντομη ασθένεια.
   Δεν προλάβαμε να της ανταποδώσουμε ένα ελάχιστο μέρος απ’ αυτά που τις χρωστούσαμε. Εμείς, τα παιδιά της, γέροντες πια κι εμείς.
   Το μεγάλο της ελάττωμα: να ξεπερνά συνεχώς τα όρια της καλοσύνης. Και παρέμεινε …αδιόρθωτη, μέχρι την τελευταία της στιγμή, έχοντας πλήρη διαύγεια.
   Γροθιά στο στομάχι, Μάνα, η φυγή σου. Κι ο πόνος οξύς!


Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2014

Βασιλική (1932-2007)

Δυο τάξεις στο Δημοτικό η έξυπνη Βασιλική,
δεν άφησε ο πόλεμος,
οι Ιταλοί κι οι Γερμανοί και Έλληνες με Έλληνες
και στο χωριό μας όλεθρος.

Μες στο πενήντα η παντρειά, τη ζήτησε ο δάσκαλος,
μεγάλο είπαν τυχερό,
κι ας ήταν λίγο άσχημος κι ας είχε σόι άθλιο
και πεθερά και πεθερό.

Ο κόσμος στην ανέχεια, εκείνος είχε το μισθό,
κι οι νέοι ήταν λιγοστοί,
κοντά στις μάχες το χωριό, εννέα χρόνια ρημαδιό,
και σκοτωθήκανε πολλοί.

Τρία παιδιά στα γρήγορα, μα δυνατή η Βασιλική
και ικανή νοικοκυρά,
σκαφίδι, φούρνο, αργαλειό και πλέξιμο και ραπτική
και τα ’χε όλα στη σειρά.

Από τις πέντε το πρωί σαν το μουλάρι στη δουλειά,
κάθε φροντίδα πάνω της,
τα μέσα κι έξω τού σπιτιού, να μεγαλώσει τα παιδιά,
τα πάντα από τα χέρια της.

Ο δάσκαλος αμέτοχος, τα ’βρισκε όλα έτοιμα
και είχε βολευτεί καλά,
η πεθερά με το κεντρί για όλα είχε αντίρρηση
κι αναζητούσε τα στραβά,
ο πεθερός λιγόμυαλος, αέρας η συζήτηση,
δεν ήξερε να εκτιμά.

Δώδεκα χρόνια στο ζυγό η άψογη Βασιλική,
το στόμα της ραμμένο,
μες στα καρφιά και στα κεντριά, στην αφασία τού πασά,
λουλούδι μαραμένο.

Η μόνη της απαντοχή τα τρία άριστα παιδιά,
της έδιναν ελπίδες,
τα άλλα, άκαρδα, στυφά, αγέλαστα ή εχθρικά
και γλώσσες σαν λεπίδες.

Και μια Δευτέρα το πρωί η άκακη Βασιλική,
μία κραυγή μεγάλη.
Είχε τελειώσει η ανοχή, στο τέρμα η υπομονή,
σήκωσε το κεφάλι.

Ξαφνιάστηκε ο δάσκαλος, οι γέροι τα χρειάστηκαν
και κάναν να φωνάξουν,
μα πιο πολύ η Βασιλική, κι ακούσαν κάποιοι χωριανοί
και τρέξαν για να μάθουν.

Νομίσαν πως τρελάθηκε η ήσυχη Βασιλική,
φωνή ποτέ δεν είχε,
δώδεκα χρόνια είλωτας, τώρα θα γίνει ήρωας;
Το θάρρος πώς το βρήκε;

Δεν άφησε καμιά δουλειά η άξια Βασιλική,
φροντίδα όπως πρώτα.
Μα πέταξε από πάνω της κάθε κουβέντα και καρφί,
τους έδειξε την πόρτα.
Απαίτησε το σεβασμό στον κόπο και στον πόνο της,
στον άφωνο ιδρώτα.

Οι γέροι το βουλώσανε, στην άκρη τους ζαρώξανε,
ο είλωτας μη φύγει,
ο δάσκαλος φοβήθηκε, τον εαυτό του νοιάστηκε,
ο δούλος μη του λείψει,
έδειξε κάποια αλλαγή, τις ξάπλες του τις μάζεψε,
είπε σωστός θα γίνει.

Δυο τάξεις στο Δημοτικό η εύψυχη Βασιλική,
η τύχη της κομμένη.
Η Ιστορία αυτουργός, η εποχή της συνεργός,
ζωή σημαδεμένη.


Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2014

Αρχηγός

Ο ηγέτης στο βήμα με λόγο γραπτό,
απαρίθμηση στόχων, τα θα πλεονάζουν,
προσπαθούν κάποιοι λίγοι να δώσουν παλμό,
μα τα πρόσωπα πλέον βαριά σκοτεινιάζουν.

Αρχηγός εκλεγμένος με ψήφους πολλών,
ακουγόταν συχνά, και γνωστός από χρόνια,
αν και, λίγο πολύ, όλοι ξέραν γι’ αυτόν,
λες και τύφλα ενέσκηψε μέσα στο κόμμα.

Συνεχίζει απτόητος, χειρονομεί,
στων αιθέρων τα ύψη τα λόγια του τρέχουν,
σε μιαν άλλη νομίζει πως ζει εποχή,
μετρημένοι οι λίγοι που πια τα πιστεύουν.

Η μουρμούρα απλώνει, το κλίμα βαρύ.
Αρχηγίας ξανά, ποιος να θέσει το θέμα,
αγωνία καινούρια: θα ρθουν οπαδοί;
κι οι αντίπαλοι θα ’χουν να πούνε για ψέμα.

Ποιος να βγει να τραβήξει με σθένος μπροστά,
οι αρχές μας στο φως καθαρά να φανούνε,
να τολμήσει να σπάσει των Μέσων δεσμά,
που τ’ αηδόνια τους, ό,τι ποθούν κελαηδούνε.

Πόσα χρόνια στο κόμμα ν’ αντέξει κανείς
σκοπιμότητες, ίντριγκες, λάθος θυσίες,
στο τραπέζι να φτάνουν προτάσεις διαυγείς
και να βρίσκουνε άλλοθι στις συγκυρίες.


Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2014

Και με τη δύναμη της σκέψης

Το συμπέρασμα βγήκε αργά μεσημέρι,
θετική βιοψία, σιωπούν οι γιατροί,
κάποιο τρέμουλο ήδη το νοιώθω στο χέρι,
την αλήθεια, τούς λέω, τη θέλω γυμνή.

Μασημένα τα λόγια, συμπέρασμα ένα,
δύο μήνες στο θάνατο αναβολή,
εμπειρίες ετών και γνωστά δεδομένα,
έχω μπρος μου εξήντα ημέρες ζωή.

Ο γιατρός που ’χε πάντα στο βλέμμα γαλήνη,
στης εξόδου την πόρτα μού είπε ρητά:
απ’ τη μια, λογική και ψυχρή επιστήμη,
απ’ την άλλη, ελπίδα. Αν θέλει, νικά.

Με τις μέρες στην πλάτη, ξανά στο χωριό μου,
μυστικό κρατημένο απ’ όλους μακριά,
την απόφαση πήρα, το μέλλον δικό μου,
θα παλέψω κι ας φαίνονται όλα κλειστά.

Της αυγής πινελιές, των βουνών μου οι ήχοι
με καλέσαν εκεί στην κρυφή ρεματιά,
στους καλούς μου τους φίλους - τους ξέρουν οι στίχοι -
αρχηγός η γλυκιά τού ελάτου μιλιά.

Μες στο θρόισμα ήρθε θερμός ο χρησμός του:
«Συ ο ίδιος θα γίνεις δεινός ιατής,
μη φοβάσαι, ευάλωτος είν’ ο εχθρός σου,
σύμμαχός σου ο χρόνος, θα βγεις νικητής».

Μες στης σκέψης το είναι τη θέληση ζεύω,
των κυττάρων ζητώ την αρχαία ορμή,
σε σκοινί τεντωμένο το φόβο δεσμεύω,
στης ελπίδας τη ρότα κρατώ τη ζωή.

Στο κορμί συσσωρεύεται δύναμη άλλη,
τα ποικίλα εμπόδια τα ξεπερνά,
αρωγός διαρκής στην αμείωτη πάλη.
Κι ένα σφρίγος πρωτόγνωρο με διαπερνά.

Κάποιες νύχτες που φέρνουνε υποχωρήσεις
με πικρές εικασίες, ορμήνιες κακές,
η Κλωθώ παρεμβαίνει και δίνει τις λύσεις·
τις βαριές εκδοχές τις γυρνά σε ευχές.

Αργοφεύγουν και σβήνουν οι κρίσιμες μέρες,
συνεχίζω της σκέψης τη μάχη εντός.
Σαν καράβι που βγαίνει γερό απ’ τις ξέρες,
στην πορεία μου σύμμαχος πρίμος καιρός.

Δεκαεννιά πλέον έχουνε γίνει οι μήνες,
απορούν και θαυμάζουν οι ίδιοι γιατροί,
καθαρές εξετάσεις, μηδέν οι οδύνες,
μου γελάει το μέλλον στη νέα αρχή.

Στης ζωής μου το άτι γερά κρατημένος,
με της σκέψης τη δύναμη μακροθωρώ,
από άχθος δυσώνυμο απαλλαγμένος.
Όλα όμορφα γύρω. Στη ζήση γυρνώ. 

                             Στίχοι αφιερωμένοι στον συνάδελφο Σ.Δ.

Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2014

Φόροι (Τα παλιά τα χρόνια)

Μόνο ένα χωραφάκι, με το ζόρι ένα στρέμμα,
είχε όλο κι όλο ο Κίτσος δίπλα στου χωριού το ρέμα.
Σε μια πρόχειρη καλύβα έστησε το σπιτικό του,
μόνος ήτανε στον κόσμο, έπλεκε το όνειρό του.

Μεροκάματο σε κήπους, σε αυλές και σε αμπέλια,
πάντα πρόθυμος σε όλους με φιλότιμα τα χέρια,
λίγο-λίγο κάθε χρόνο και με χίλιες δυο στερήσεις,
και χωρίς να περιμένει από κάπου ενισχύσεις,
τα κατάφερε να χτίσει στο μικρό του χωραφάκι
δυο δωμάτια το όλον, ένα χαμηλό σπιτάκι.

Δίπλα στο μικρό σπιτάκι κι ένα ξύλινο αχούρι,
για τον άξιο βοηθό του, το καλό του το γαϊδούρι.
Εκεί μέσα στη γωνία κρέμασε και το τομάρι,
που του άφησε ο παππούς του, και το είχε για καμάρι,
από μια χοντρή αρκούδα που τον είχε αγανακτήσει,
δεκατέσσερα μελίσσια τού τα είχε αφανίσει.

Κάποια μέρα στην πλατεία, θόρυβος, ανησυχία,
ομιλίες οργισμένες, κάποιοι κάναν φασαρία,
κάτι λέγανε για φόρους σε χωράφια και σε σπίτια,
σε παλιά και σε καινούρια, σε αχούρια και καλύβια.

Ανησύχησε ο Κίτσος, λίγα χρήματα του μείναν,
για να χτίσει το σπιτάκι, διάφοροι πολλά τού πήραν,
οι δουλειές του ήταν λίγες, το χωριό περνούσε κρίση,
από πού να περισσέψει, ποια προβλήματα να λύσει.

Και μια μέρα δύο ξένοι, μπρος στου Κίτσου το σπιτάκι,
το κοιτάξαν γύρω-γύρω, είδαν και το χωραφάκι,
λίγο σοβαροί στο ύφος, λίγο τόνο στη φωνή τους,
του εξήγησαν τι θέλουν, τι του γράφουν στο χαρτί τους.

-Πρέπει να πληρώσεις φόρο για το σπίτι που ’χεις χτίσει,
φόρο για το χωραφάκι και για κάθε σου μελίσσι,
λίγο φόρο θα πληρώσεις για το ξύλινο αχούρι,
μα σου κάνουμε τη χάρη, όχι φόρο στο γαϊδούρι.

Προσπαθεί να καταλάβει τ’ είναι τούτα τα καινούρια,
τι σκοπεύουν τα θηρία κι ήρθανε με τόση φούρια.
Μες στην αγανάκτησή του και στο θόλωμα του νου του
έτρεξε στο παρελθόν του, στον γενναίο τον παππού του.

Πέρασε ο Κίτσος μέσα και γοργά στην πίσω πόρτα,
μπήκε στο στενό αχούρι, παραμέρισε τα χόρτα.
Και καθώς οι φορατζήδες στην αυλή τον περιμένουν,
μια μιλούνε, μια γελούνε, άλλα λύνουν, άλλα δένουν,
βλέπουν ξάφνου απ’ το σπίτι μιαν αρκούδα να προβάλλει,
το χαμόγελό τους σβήνει και τους πιάνει παραζάλη,
τα χαρτιά τους παρατάνε, και τα πόδια στο κεφάλι.

Όλοι τρέξανε στου Κίτσου, μόλις έμαθαν τα νέα,
μέσα στην κατήφειά τους γέλασαν με την ιδέα,
και αρχίσανε να ψάχνουν για να βρουν ένα τομάρι,
άλλος βρήκε από λύκο, άλλος βρήκε από τσακάλι,
κι ένας, άγνωστο που πήγε, έφερε από λιοντάρι!

Πέρασε το καλοκαίρι μα δεν πέρασαν οι φήμες,
και στα μέσα τού Σεπτέμβρη, τρεις καινούριοι φορατζήδες,
βλοσυροί, γεροδεμένοι, που φαινότανε νταήδες,
φτάσαν στου χωριού την άκρη με χαρτιά και με σφραγίδες.

Δύο σπίτια δίπλα-δίπλα είχαν κολλητά τις πόρτες-
ζούσαν δυο φτωχά αδέρφια με ανύπαντρες τις κόρες-
από κει οι φορατζήδες είπανε να ξεκινήσουν.
Μπήκαν στην κοινή αυλή τους αλλά πριν να προχωρήσουν,
απ’ τη μια την πόρτα βγήκε μαύρου λύκου το κεφάλι
κι απ’ την άλλη ξεφυσώντας ένα άγριο τσακάλι.

Κιτρινίσαν οι νταήδες και το βάλαν στην τρεχάλα,
ούτε γύρισαν να δούνε, τόση ήταν η τρομάρα,
ακουστήκαν οι φωνές τους, θορυβήσανε τους σκύλους
κι όταν έφτασαν στην πόλη, είπαν για σαράντα λύκους.

Φορατζήδες δεν ξανάρθαν στο χωριό με τα τομάρια,
πήραν μάθημα μεγάλο, πάθανε τρανή λαχτάρα,
κι οι χωριάτες που ως τότε ήταν ήσυχοι σαν κότες
και τους είχαν σήκω-κάτσε μπέηδες και τυχοδιώκτες,
είδανε πως το μπορούσαν να σηκώσουν το κεφάλι,
αφού μόνο μ’ ένα ψέμα, μ’ ένα άψυχο τομάρι,
τα κατάφεραν να βγάλουν το βαρύ τους το σαμάρι.

Πόσο μάλλον, αν σηκώναν της αλήθειας την ουσία,
και πατούσανε το φόβο και την εθελοδουλία.


Δευτέρα 8 Σεπτεμβρίου 2014

Αυτή ήταν!

Ανθισμένο χαλί το κρυφό μου λημέρι
στου βουνού τα ριζά, ζωγραφιά η πηγή,
ο Ιούνιος φίλος, ζεστό μεσημέρι,
ποταμάκι, λιθάρια, γλυκιά μουσική.

Στων δρυών τη σκιά ξαφνικά η Γυναίκα!
λίγες όμορφες λέξεις, θερμή η μιλιά,
ανοιχτή αγκαλιά τα κατάλευκα χέρια,
μ’ ένα λίκνισμα αργό στα καθάρια νερά.

Στης πηγής τη νοτιά περισσέψαν τα ρούχα,
το κορμί της ελεύθερο μέσα στο φως,
κορυφές και γραμμές που θα ζήλευε Μούσα.
Του Ομήρου σκηνή! Και εγώ ενεός.

Ήταν όνειρο τάχα, σκιά τής αλήθειας;
Σε αρχαία βρισκόμουν ακμαία εποχή;
Είχα μπρος μου το θρίαμβο μιας συμμετρίας,
σμιλεμένη θεά, Παιωνίου μορφή.

Για μεγάλο ζωγράφο τα μέλη πλασμένα,
η θωριά της αυτόφωτη, μοναδική,
απαράμιλλου κάλλους υπόδειγμα μέγα,
του Ωραίου υπόσταση δοξαστική.

                                       Αφορμή τής ανάρτησης, η πρόσκληση Αριστέας και   
                                    Μαριλένας.
                                 

Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου 2014

Διαδίκτυο 4

Μ’ ένα σχόλιο μεστό, λίγες μόνο λέξεις,
φίλος διαδικτυακός ήρθε ψες αργά,
όλος ειλικρίνεια έγραψε με θέρμη,
σαν να ήταν αδερφός απ’ την ξενιτιά.

Πίσω απ’ τα γραφόμενα στην ανάρτησή μου
βρήκε λόγια - βάλσαμο σε βαθιά πληγή,
το γραπτό μου μίλησε μέσα στην ψυχή του,
ήταν για τη δίψα του δροσερή πηγή.

Άγνωστε ταξιδευτή, μες στην ερημιά μου,
της ψυχής σου έφερες κόσμημα ακριβό,
σε θυρίδα μυστική μέσα στην καρδιά μου
τ’ άφησες με σιγουριά. Χίλια ευχαριστώ.

                                        Αφορμή των στίχων, η πανέμορφη φράση
                                   «Μικρές καταθέσεις όλων σας, στις μυστικές
                                   θυρίδες της καρδιάς μου» στην απολογιστική
                                   ανάρτηση της Μαρίας Κανελλάκη στο «Απάγκιο» της.