Φαντάροι αξημέρωτοι τραβούν στο μεσοχώρι,
με τα μουλάρια στα στενά, το φόρτωμα βαρύ.
Μικροί, μεγάλοι, δίπλα τους, ένα χωριό στο πόδι,
κι οι γεροντότεροι ζητούν να ζώσουνε σπαθί.
Μιλά ο αξιωματικός με θέρμη στην πλατεία
και του στρατού μας εξηγεί τη δύσκολη στιγμή,
γι αυτό ζητά τη συνδρομή
«παντός δυναμένου να μεταφέρει πολεμοφόδια
εις τα υψώματα», προς την πρώτη γραμμή.
Δεν προλαβαίνει να το πει και η βουή τον κόβει.
Από καιρό είν’ έτοιμοι, και θέλουν και μπορούν
να δώσει ο καθένας τους, κάτι να κάνουν όλοι.
Για την αξιοπρέπεια. Και ανυπομονούν.
Και οι γυναίκες στη φωτιά.
Γυναίκες ακατάβλητες, ψημένες μες στη ζήση,
γνωρίσανε τον πόλεμο από μικρά παιδιά,
μπρος στα δεινά που έρχονται καμιά δε θα λυγίσει,
δίνουν παρών στο κάλεσμα
και κουβαλούν αγόγγυστα τα πυρομαχικά.
Αγκάθια, λάσπη, ατραποί, κατσάβραχα κι αντάρα,
για το αρχαίο σθένος τους, ασήμαντα μικρά.
Στο δρόμο τής επιστροφής και πάλι φορτωμένες,
μ’ αυτούς που τους ορίσανε στην πρώτη τη γραμμή,
στης τύχης τους το διάσελο τους βρήκανε οι σφαίρες
την ώρα που σηκώνανε του έθνους την τιμή.
Φέρνουν μαζί και Ιταλούς φαντάρους πληγωμένους,
πριν λίγο μισητοί εχθροί, θρασείς επιδρομείς.
Κι αυτών το αίμα κόκκινο, των είκοσί τους χρόνων,
στα μέρη μας τους έφερε πολιτισμός ντροπής.
Γρήγορα δένουνε κλαδιά για πρόχειρα φορεία,
με τα τσαρούχια ακροπατούν στις γκρίζες ρεματιές,
αυτές οι σκληροτράχηλες, με τα σκασμένα χέρια,
ξέχειλες είναι από στοργή σα μάνες κι αδερφές.
Όλοι σε όλα δίνονται αυτές τις άγριες μέρες,
μες στου πολέμου το χαμό ανθεί η ανθρωπιά.
Κι αν οι αιώνες προχωρούν και οι γενιές καινούριες,
η Ιλιάδα γράφεται για πολλοστή φορά…
Οι στίχοι γεννήθηκαν μέσα από τις (επί
χρόνια)
αφηγήσεις πολλών πρωταγωνιστών των ημερών
εκείνων.