Ήταν ικανός ο γάτος και υπομονετικός,
απαιτήσεις είχε λίγες, και πολύ εργατικός,
κυνηγούσε τα ποντίκια – παιδεμένος θηρευτής,
η ζωή του μετρημένη και στη φτώχεια ευτυχής.
Κάποτε τον καλοπιάσαν και του χάιδεψαν τ’ αυτιά,
του μεγάλωσαν το πιάτο με καινούρια φαγητά,
τον βεβαίωσαν πως τώρα η ζωή θα είν’ αλλιώς,
θα ξεχάσει πια τα χρόνια που τα πέρασε φτωχός.
Του καλάρεσαν του γάτου οι κουβέντες οι γλυκές –
των παλιών αφεντικών του οι σπρωξιές ήταν πολλές.
Μια καινούρια ελευθερία, νοστιμότερο φαΐ
και σαν όνειρο η νέα ευκολότερη ζωή.
Ευζωία και σπατάλη, η προσπάθεια μικρή,
τ’ ακυνήγητα ποντίκια αυξηθήκανε πολύ,
οι ανέσεις δίχως τέλος, ξένα ήθη δολερά,
και ο γάτος, θαμπωμένος, τα ’βλεπε και λιγοστά!
Μες στον ύπνο τού δικαίου, ξάφνου ήρθε συμφορά,
ο καινούριος του αφέντης βρέθηκε χωρίς λεφτά,
έβγαλε φωνή μεγάλη, φοβερός ο πανικός.
Και ξανάγινε ο γάτος ένας άτυχος φτωχός.
Σαν ζητιάνος, στους γειτόνους έτρεξε για φαγητό,
ντροπιασμένος για το χάλι, το κεφάλι του σκυφτό.
Άλλοι γείτονες τον βρίζουν, άλλοι τον περιγελούν,
κάποιοι χρηματοπαρμένοι το σπιτάκι του ζητούν.
Λόγια διάφορα του λένε άσχετα αφεντικά,
δεν πιστεύει πια κανένα, όλα φαίνονται φαιδρά.
Μόνη λύση βλέπει τώρα να κινήσει απ’ την αρχή,
μαθημένος από φτώχεια, σοβαρά να πορευτεί,
δίχως φόβο να σηκώσει το κεφάλι του ψηλά,
τις δικές του τις δυνάμεις να εμπιστευτεί ξανά.