Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2016

Απόκληρου πρωτοχρονιά


Λόγια ωραία, ευχές και αγάπες,
εύκολα, όμορφα και φωτεινά,
όμως εκεί στου χωριού μου την άκρη
ένας απόκληρος στην παγωνιά.

Πόρτα παμπάλαιη, σπίτι τής φτώχειας,
τζάκι σβησμένο, το κρύο βαρύ,
ένα «Υπάρχω» στο γκρίζο γραμμένο,
έξυσε μέσα μου την ενοχή.

Πέρασαν κάποια παιδιά τής αγάπης
από την πάνω καλή γειτονιά,
μ’ ένα τραγούδι τού φέραν ελπίδα
και του ψαλίδισαν τη μοναξιά.

Πήγα κι εγώ μυστικά το βραδάκι.
Κάτω απ’ την πόρτα μικρή αρωγή
(ήταν περίσσευμα σ’ ένα τσεπάκι).
Κάπως συμμάζεψα την ενοχή…

           Αφορμή των στίχων, η περυσινή συγκινητική ανάρτηση
           της φίλης Βαρβάρας, 1-1-16 στα «Κέριναποιήματα».


Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2016

Κάποτε


Τι εποχή ήταν κι εκείνη…
Να καταγγέλλουν λαοπλάνοι τούς αγύρτες,
δημοκρατία να ζητάνε οι φασίστες,
να εγκαλούν οι εφιάλτες τούς προδότες,
προσκυνημένοι να προγκίζουν μειοδότες.

Τι εποχή αλήθεια…
Δημαγωγοί να επικρίνουν δημοκόπους,
οι ψεύτες να φωνάζουνε γι’ απάτες,
αιρετικοί ν’ αποκηρύσσουν αποστάτες.

Τι εποχή, πώς να την πεις…
Σπιθαμιαίοι να περιγελούνε νάνους,
αθύρματα να βρίζουν τους γελοίους,
οι τιποτένιοι να μαλώνουν τους αχρείους.

Τι εποχή, πώς να τη δεις…
Τυχάρπαστοι να ψέγουν τυχοδιώκτες,
να κρίνουν ραδιούργοι τους πανούργους,
κακοποιοί να κυνηγούνε τους κακούργους.

Ήταν καιρός μιας ξένης πολιτείας,
υπήκοοι βουβοί να βλέπουν…
Οι μεν, πώς είναι η μαυρίλα τής αλήθειας,
οι δε, πώς είναι η αλήθεια τής μαυρίλας.


Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2016

Χαμογελαστή Ανθρωπιά


Δεν ήταν τυποποιημένο,
συνηθισμένο, των πολλών.
Δεν έμοιαζε δασκαλεμένο
σεμιναρίου στελεχών.

Είχε αγνότητα και χάρη
σαν μια εικόνα τού καλού,
ήταν χαμόγελο πηγαίο
ενός προσώπου καθαρού.

Βαριά είχε κινήσει η μέρα,
με μια σκοτούρα-απειλή,
να πάω έπρεπε αμέσως
για ένα πρόβλημα οξύ.

Σε κάποια γραφειοκρατία
μια εκκρεμότητα ετών,
από τον Άννα στον Καϊάφα
μέσα στο άγχος των χαρτιών.

Εκεί στο τέσσερα γραφείο
την είδα πρώτη μου φορά,
ευγενικά την καλημέρα
ανθρώπινα και φιλικά.

Υπάλληλος καταρτισμένη
με διάθεση για προσφορά,
κατάλαβε το πρόβλημά μου,
βρήκε το λάθος στα χαρτιά.

Υπεύθυνα και με το νόμο
έδωσε λύση τελική,
εκεί που οι προκάτοχοί της
αδιάφοροι και κυνικοί,
δε με αφήναν τρία χρόνια
να κοιμηθώ ως το πρωί.

Το άγχος μου τελειωμένο,
ελεύθερη αναπνοή.
Εκεί στο τέσσερα γραφείο
βρήκα την τύχη γελαστή.




Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2016

Κατορθωτό


Βροχή, βαριά η συννεφιά, κρυμμένα όλα τα βουνά,
τα πάντα μουσκεμένα    
κι εγώ μες στην καλύβα μου με τα φτερά κομμένα.

Οι νύχτες είναι μακριές, οι σκέψεις μένουν αιχμηρές,
λογχίζουνε τον ύπνο,
ιδέες αχαλίνωτες γυρνούν σε φαύλο κύκλο.

Τα όμορφα και τα καλά φαντάζουν άσχημα παλιά,
πεζά και τετριμμένα,
τα έργα μου, τα όνειρα καταβαραθρωμένα.

Ώσπου μια μέρα φωτεινή, ελπιδοφόροι οιωνοί
μου δείχνουν το γαλάζιο,
αλλιώς τα βλέπω ξαφνικά, καινούριο το κουράγιο.

Τινάζω πάλι τα φτερά, τα νιώθω τώρα δυνατά
και είμαι αλαφρωμένος.
Η θέλησή μου ζωντανή, απελευθερωμένος.

Σπασμένα τα βαριά δεσμά, στην άκρη τα φαρμακερά,
η σκέψη μου σε τάξη,
τοπία μπρος μου διαφανή, η ζήση μού φωνάζει.

Ήταν λοιπόν κατορθωτό να ξεσκεπάσω το σωστό,
σελίδα να γυρίσω,
τη λογική να ξαναβρώ, το βράχο να κυλήσω.

Κι αν έρθει πάλι ο καιρός, επίβουλος και παγερός
γι’ αυτούς που νιώθουν μόνοι,
δεν έχω πια να φοβηθώ. Κρατάω το τιμόνι!