Το χιόνι έπεσε πυκνό τη νύχτα
κι η μέρα βρήκε στολισμένο το χωριό.
Δεσπόζουνε τα βράχια και τα πεύκα,
κυρίαρχο απ’ άκρη σ’ άκρη το λευκό.
Στου κρύου πρωινού την ησυχία,
κι ενώ αδύναμος ο ήλιος προσπαθεί,
δυο ζωηρά πανέμορφα κοτσύφια
ψάχνουν τροφή, μα έχουν όλα σκεπαστεί.
Στη γέρικη μηλιά τούς ξαναβρίσκουν
τους ξεχασμένους μικροσκοπικούς καρπούς,
σήμερα όμως δε θα τους αφήσουν
κι έχουν αρχίσει βιαστικούς τούς
ραμφισμούς.
Μέσα στη χάρη τους και τη χαρά τους
ούτε που νιώθουνε τον κίνδυνο κοντά,
ο έφηβος αδίστακτα, σιμά τους
και τη σκανδάλη ανυπόμονα πατά.
Το ένα, έντρομο, στα ύψη φεύγει,
το άλλο, άτυχο, στο χιόνι σπαρταρά,
ο νέος, ευτυχής για τη βολή του,
στη ζώνη του το τρόπαιο κρεμά.
Ακόμα ένας, ό,τι πρέπει στόχος
και του πατέρα πλέον μοιάζει στις βολές,
το όνειρό του, στο σημάδι πρώτος,
και στην παρέα θ’ ανεβούν οι μετοχές.
Πληθώρα εξισώσεις στα θρανία,
μαθήματα αδιάφορα πολλά.
Δική του μοναχά η ατυχία
να μη μπορεί να δει την ομορφιά;