Στην πρώτη Γυμνασίου ο Αμίλης,
στην τάξη του τριάντα μαθητές,
μαθήματα πολλά μεγάλης ύλης,
στο πρόγραμμα εφτά καθηγητές.
Η στοίβα των βιβλίων στο τραπέζι
δυσπρόσιτο πανύψηλο βουνό,
θα ήθελε καλύτερα να παίζει,
το έργο τής μελέτης βαρετό.
Πικρές για το σχολείο οι διαθέσεις,
μαθήματα στυφά και πληκτικά,
πολλές οι άγνωστές του λέξεις,
ασήκωτα τα Μαθηματικά.
Η ύλη ανηφόρα έχει πάρει,
αρχίσαν διαγωνίσματα πυκνά,
ένα δεκάρι, ένα εντεκάρι
και στ’ άλλα από δύο ως εφτά.
Κυλήσανε οι μήνες με το ζόρι,
στο τέλος εξετάσεις και βαθμοί,
περίεργο πώς βγήκαν μέσοι όροι,
απρόσμενο κι αυτός να
προαχθεί!
Μονάχα τρεις οι στάσιμοι
στην τάξη,
αυτοί με απουσίες σωρηδόν,
κατάλαβε τι γίνεται στην
πράξη·
αρκούσε ίσως μόνο το παρών…
Δευτέρα Γυμνασίου ο Αμίλης
μαθήματα στυφά και
πληκτικά,
του κάνουν διαρκώς
παρατηρήσεις,
με θράσος απαντάει εχθρικά.
Δεν άργησαν και κάποιες
τιμωρίες,
πολλούς αντιπαθεί καθηγητές,
μαζί με άλλους φίλους
ταραξίες
αρχίσαν στο σχολείο τις
φθορές.
Τον πήγαν και στην τρίτη
Γυμνασίου,
και πάλι κάποιοι ψεύτικοι
βαθμοί.
Μαζί με άλλους βάρος τού
σχολείου·
τους έδωσαν στο τέλος το
χαρτί…
Με μίσος ο Αμίλης έχει
φύγει,
την απαξίωση εισέπραξε
διπλά,
τον τρώει στο μυαλό του
κάποιο φίδι,
εχθρούς τούς είδε όλους
τελικά.
Το μίσος του διψά γι’
αψιμαχίες
με πέτρες στις συνάξεις
στα στενά,
παρέες και φιλάθλων
συμμαχίες,
και τώρα με μολότοφ
πολεμά.
Για σύγκρουση δε χάνει
ευκαιρία,
εχθρούς τούς βλέπει όλους
τελικά,
και δίπλα του καμία
παρουσία,
να τείνει κάποιος χέρι
φιλικά.
Δεκαετίες υπουργοί,
«μεταρρυθμίσεις»
και χρήματα και λόγια
ηρωικά,
στις εξετάσεις
ξαναψάχνουνε τις λύσεις
κι αφήνουν τα στυφά και
πληκτικά.
Δεκαετίες θεατής η πολιτεία
ανέχεται τυφλές καταστροφές,
ανίκανη να βρει μια θεραπεία,
μετράει αναρίθμητες πληγές.