Με λέτε
παντοδύναμο, αθάνατο, αιθέριο,
φιλάνθρωπο και
δίκαιο, υπέρθυμο, παναίτιο,
προπάτορα, επάκριο,
εφέστιο, ευκάρπιο,
σωτήρα, αλεξίκακο,
υπέρτατο και άναρχο.
Με χίλια δυο
επίθετα με φλυαροστολίζετε,
ασύστολα με γλείφετε
και δούλοι αυτοχρίζεστε,
στο τελευταίο σας
χωριό ναούς πολλούς μού χτίζετε,
καντήλια μού
ανάβετε κι όλο με θυμιατίζετε.
Αγάλματα κι
ανάγλυφα αιώνες μού σκαλίζετε,
ψωμί πολλοί δεν
έχετε, για μένα όμως βρίσκετε
και βόδια να μου
σφάζετε, θυσίες να προσφέρετε
και για το πιο
ασήμαντο φτηνά να ικετεύετε.
Βροχή τα
κυριελέησον – εσείς δε βαρεθήκατε;
Όμως…
Αν ήμουν πολυέλεος,
καλός και πολυεύσπλαχνος
πώς τότε θα το
άντεχα τα πλάσματα που έχτισα,
όλοι τους, ίδιοι
Σίσυφοι, μονίμως ν’ αγωνίζονται,
στα βάσανα να
πνίγονται, στο χάος να βυθίζονται,
από αρρώστιες
άπειρες σκληρά να ταλανίζονται,
να πέφτουν στα
γεράματα, αδύναμοι να σβήνουνε
και άδοξα, των
σκουληκιών βορά να καταλήγουνε;
Αν ήμουνα
πανάγαθος, φιλότεκνος και άγιος
πώς θ’ άφηνα του
ντιενέι τα τόσα αστοχήματα,
βρέφη πολλά να
κουβαλούν του κόσμου τα νοσήματα;
πώς θ’ ανεχόμουν,
στον Μολώχ παιδιά να θυσιάζονται
κι από
πολεμοκάπηλους πολλά να σφαγιάζονται;
Αν ήμουνα
φιλάνθρωπος πώς τότε θα επέτρεπα
τυράννους και
δικτάτορες, του κόσμου τα καθάρματα,
κι αυτούς που
νήματα κινούν με άθλια τεχνάσματα,
εθνών ηνία να
κρατούν, να φέρνουνε τον πόλεμο
και για την εξουσία
τους να σπέρνουνε τον όλεθρο;
Αν ήμουν ο
Δημιουργός τού σπάνιου πλανήτη σας,
πώς θα ’βλεπα να
φθείρετε αυτό το ίδιο σπίτι σας,
βουνά, αέρα,
θάλασσες, τα πάντα να μολύνετε,
σαν βάρβαροι να
φέρεστε και ούτε να αισχύνεστε;
Να ’χα τη
δυνατότητα μια ώρα να κατέβαινα,
υπάνθρωπους και
βάνδαλους στο Διάβολο θα έστελνα.
Μα και αυτός
ανύπαρκτος! κι έτσι δεν τους γλυτώνετε,
μαζί τους θα
πορεύεστε κι όλο θα μαραζώνετε,
αφού καλοί και
δίκαιοι ποτέ σας δεν ενώνεστε,
θρησκείες και
φανατισμοί σάς κάνουν να διχάζεστε
και των σοφών τα
ρήματα ποτέ σας δεν τ’ ασπάζεστε.
Τεμπέληδες και
πονηροί δηλώσαν υπηρέτες μου,
αιώνες στο
επάγγελμα ως ιεροί ικέτες μου,
αυτόκλητοι
ερμηνευτές τού άγιου θελήματος,
παραμυθιών
διαχειριστές, τεχνίτες τού κηρύγματος.
Κι από κοντά τους
Κάλχαντες, Κασσάνδρες προαγγέλματα,
οιωνοσκόποι,
ξορκιστές, σιβύλλεια μαντεύματα.
Και σεις που με
μισόλογα δείχνετε ν’ αμφιβάλλετε,
καιρός από τη σκέψη
σας τη σκόνη ν’ αποβάλετε,
λες κι είσαστε
μικρά παιδιά, δεν έχετε συναίσθηση
πως είμαι έν’
απείκασμα, τουτέστιν μια ψευδαίσθηση!
Αφήστε πια τους
Όλυμπους, τα νέφη και τα Σύμπαντα,
τις φαντασμένες
τελετές, βεγγαλικά και τύμπανα.
Αναζητήστε στις καρδιές
αυτό που λέτε Άνθρωπο.
Εκεί θα βρείτε το
Θεό, τον Ένα, το φιλάνθρωπο!