(Οι στίχοι αυτοί μπορεί να μιλούν για μια
ογδοντατριάχρονη, όμως η αφορμή τους είναι μια θλιβερή διαπίστωση: Ότι υπάρχουν
νέοι, απόφοιτοι Λυκείου, που αγνοούν το ζήτημα των κλεμμένων μαρμάρων μας).
__________________
Δε μ’ άρεζαν τα γράμματα,
βαριόμουν το σχολείο,
και το απολυτήριο σχεδόν
χατιρικά,
ποτέ δεν αξιώθηκα να πάω
σε μουσείο,
από μικρή στα κτήματα και
στα οικιακά.
Τα χρόνια μου περάσανε,
κοντά ογδοντατρία,
και τώρα στις κοτούλες μου
και στο νοικοκυριό,
η πρώτη εγγονούλα μου
σπουδάζει στην Αγγλία
και με το σκάιπ μ’ έμαθαν
μαζί της να μιλώ.
Μου λέει τι καλά περνά
στην ξένη πολιτεία,
που είναι πρώτη σε πολλά
και στον πολιτισμό,
θα ψάξει είπε και θα βρει
μια κάποια ευκαιρία,
με λίγα μόνο χρήματα να
πάω να τη δω.
Να μη σας τα πολυλογώ,
βρέθηκα στην Αγγλία,
μα πέντε μέρες έβρεχε,
Ιούνιο καιρό,
τι σόι χώρα είν’ αυτή που
έχει και πρωτεία;
αν βρέχει πάλι αύριο, θα
φύγω στο χωριό.
Την έκτη μέρα τελικά
μπορέσαμε να βγούμε,
κινήσαμε πρωί-πρωί μ’ έναν
βαρύ καιρό,
με πήγε εδώ, με πήγε εκεί,
ήταν πολλά να δούμε,
και θαύμασα τις γέφυρες,
τα πλοία, το μετρό.
Όμως εκεί που τά ’χασα κι
έμεινα να κοιτάζω,
ήτανε στο μουσείο τους,
παράξενα πολλά,
σε μια μεγάλη αίθουσα τι
να πρωτοθαυμάσω,
αγάλματα μαρμάρινα κι ένα
σωρό γλυπτά.
Τα άλογα που νόμισα πως θα
μου χλιμιντρίσουν,
τα πρόσωπα που έμοιαζαν να
είναι ζωντανά.
Πώς μπόρεσαν στα μάρμαρα
απάνω να κεντήσουν,
τα χέρια που τα σκάλισαν
θα ήταν θεϊκά.
Δεν ξέρω για το σήμερα, μα
οι αρχαίοι Άγγλοι
θα ήταν οι καλύτεροι απ’
όλους τους λαούς,
μου φαίνεται απίθανο να
κάναν κάποιοι άλλοι
τέτοια αριστουργήματα που
είχαν στους ναούς.
Γελά η εγγονούλα μου γι’
αυτά που αραδιάζω
κι αρχίζει να μου εξηγεί
για τα ιστορικά,
αυτά που τώρα βλέπαμε και
τόσο τα θαυμάζω,
κλεμμένα όλα ήτανε, γλυπτά
ελληνικά.
Ξαφνιάστηκα, δεν ήξερα
αυτήν την ιστορία,
μα πόσο αστοιχείωτη ήμουνα
στο χωριό;
Ντράπηκα για την άγνοια
και την αδιαφορία
και μ’ άδραξε το χρέος μου
το πατριωτικό.
Ακούς εκεί να βάλουνε στ’
αγάλματα πριόνια,
λες κι ήτανε καυσόξυλα που
κόβουν στο βουνό.
Οργίστηκα, που τά ’χουνε
δικά τους τόσα χρόνια,
και με κραυγές ξεκίνησα το
δίκιο μας να βρώ:
–Αδίστακτοι, παλιάνθρωποι,
κλέφτες πολιτισμένοι,
χωρίς ντροπή αρπάξατε τους
ξένους θησαυρούς,
εκτεθειμένοι είσαστε σ’
όλη την οικουμένη,
και πώς το καταδέχεστε
στους τωρινούς καιρούς;
Ξαφνιάστηκαν οι φύλακες,
με βγάλαν άρον-άρον,
νομίσαν πως τρελάθηκα που
σήκωσα φωνές,
ξανά τους αποκάλεσα απόγονους
βαρβάρων
και με χοντρά χωριάτικα
τους γέμισα βρισιές.
Εξήγησε η εγγονή τι
ακριβώς συμβαίνει,
που μια αγράμματη γιαγιά
το δίκιο της ζητά,
εκείνοι καταλάβανε αυτό
που λεν οι ξένοι
και ντροπιασμένοι ζήτησαν
συγγνώμη σαν παιδιά.
____________________
Την άλλη μέρα βιαστική
σηκώθηκε η Βασίλω
και το βραδάκι έφτασε και
πάλι στο χωριό,
φώναξε την ξαδέρφη της,
την έξυπνη Κοντύλω
και της τα εξιστόρησε με
ύφος σοβαρό.
Αμέσως κυκλοφόρησαν τα νέα
τής Αγγλίας
και το χωριό αισθάνθηκε
βαριά την ενοχή.
Αψήφησαν προβλήματα,
γνωστά τής ηλικίας,
και γρήγορα οργάνωσαν
μεγάλη εκδρομή.
Στον Παρθενώνα έφτασαν να
δουν τα μάρμαρά μας
και στάθηκαν κατάπληκτοι
μπροστά στο θησαυρό.
Ξεπλήρωσαν το χρέος τους
γι’ αυτά τα ιερά μας
και στη Βασίλω είπανε
τρανό ευχαριστώ!