Τρίτη 28 Σεπτεμβρίου 2021

Απολίτιστοι και πολιτισμένοι


Σε κάποιο κοντινό βουνό κατέφθασαν οι εκδρομείς,
μικροί-μεγάλοι να χαρούν τις ομορφιές τής εξοχής.
Είχαν κι ωραία φαγητά, περάσαν όλοι τους καλά,
στο τέλος παρατήσανε στα χόρτα τα σκουπίδια τους,
χωρίς καμία ενοχή γυρίσανε στα σπίτια τους.
Αχρείοι, ακαλαίσθητοι, ελεεινοί, αναίσθητοι.

Ύστερα ήρθαν στο βουνό οργανωμένοι «εκδρομείς»
και γίνανε απρόσκοπτα κατακτητές τής κορυφής.
Αφού την ισοπέδωσαν και την τσιμεντοστρώσανε,
γιγαντιαίες σιδεριές στα γρήγορα υψώσανε.
Αυτοί δεν είναι άθλιοι όπως οι άλλοι εκδρομείς,
είναι καλοί επενδυτές και άνθρωποι περιωπής!... 

Σάββατο 25 Σεπτεμβρίου 2021

Ο ξεχωριστός!

 
Εγωιστής ο Δημοσθένης,
αφηρημένος ο Μελής,
με λίγη μόρφωση ο Θέμης
και νάρκισσος ο Παντελής,

Περίεργος ο Ασημάκης,
η Αργυρώ ασυνεπής,
πολυλογάς ο Αντωνάκης 
ισχυρογνώμων ο Κωστής.

Δογματική η Αντιγόνη,
η Φιλαρέτη ασταθής,
απόλυτη η Περσεφόνη,
ο Τάκης μυστικοπαθής.

Φίλους και φίλους έχει αλλάξει
ο Λάκης ο εκλεκτικός,
αυτός μονάχα νιώθει εντάξει,
σε όλα του μοναδικός!

Δε βρήκε ούτε έναν άγιο
για λίγη συναναστροφή,
κάθε φιλία του ναυάγιο.
Απ’ όλους έχει τραβηχτεί.

Του έχει μείνει ο καθρέφτης
άγιος φίλος και πιστός
και γλυκομίλητος σαν ψεύτης:
Λάκη! Εσύ! Ξεχωριστός!

Τρίτη 21 Σεπτεμβρίου 2021

Νέα ζωή

 
Πενήντα η Μόρφω και μένει μονάχη,
ναυάγιο άτυχου γάμου κι αυτή,
με μύρια εμπόδια έδωσε μάχη,
κι ελεύθερη πλέον για νέα ζωή.

Κι εγώ κουβαλώντας πικρή εμπειρία
μονάχος μου μένω για χρόνια οκτώ.
Ο πόθος για κείνη παλιά ιστορία,
και τώρα ελπίδα καινούρια ζητώ.

Ο πόθος εκείνος κρυφός παραμένει,
μονάχα εκείνη τον ξέρει καλά,
τα χρόνια περνούν, η φωτιά επιμένει,
μ’ ακόμα εμπόδια βλέπω πολλά.

Μια νύχτα, ανένδοτη η αϋπνία
κι ο πόθος μου σήκωσε λόγο βαρύ,
μιλούσε ξανά και ξανά για δειλία
και λύση ζητούσε ευθύς να δοθεί.

Εφτά το πρωί και η σκέψη σε δράση,
τον πόθο μαζί μου με βήμα γοργό,
γενναία στα χείλη μου είχα τη φράση –
στης Μόρφως την πόρτα χωρίς δισταγμό.

Μου άνοιξε πρόθυμα και καρτερούσε
το λόγο που ήρθα πρωί να της πω.
Η γλώσσα δε γύριζε, κι ας προσπαθούσε,
κι απόμεινα όρθιος να την κοιτώ.

Μαζί προχωρήσαμε μέσα στη σάλα,
το βλέμμα της ήσυχο και θαρρετό,
κι ενώ είχα έτοιμα λόγια μεγάλα,
ο κόμπος μού είχε σταθεί στο λαιμό.

Μου μίλησε κείνη: «το ναι δεδομένο,
εμπόδια τέλος, να παν στο καλό,
δικό μας θα κάνουμε το πεπρωμένο,
στα σίγουρα λέμε το ίδιο κι οι δυο»!

Βρεθήκαμε ξάφνου κι οι δυο δακρυσμένοι,
τα χέρια μας άπλωσαν μιαν αγκαλιά,
το ξέραμε ήμασταν δυο λαβωμένοι,
διψούσαν τα χρόνια μας για τη χαρά!

«Δικό μας θα κάνουμε το πεπρωμένο»,
μου είπε ξανά μ’ έναν τόνο ζεστό.
«Δικό μας θα κάνουμε το πεπρωμένο»,
κατάφερα, είπα το ίδιο κι εγώ!

Τα όποια εμπόδια γίνανε σκόνη,
για μας ξεκινούσε η νέα ζωή,
αφήναμε πίσω τα μόνος και μόνη,
πυξίδα καινούρια τον όρκο Μαζί! 

(ιστορίες τού χωριού)


Σάββατο 18 Σεπτεμβρίου 2021

Χρήσιμος

 
Εντυπωσίασε ο διανοούμενος,
η ομιλία δημεγερτική,
ώρα πολλή χειροκροτούμενος.
Δικαίωση μοναδική!

Σπουδαίο είπαν τον ομιλητή –
χωρίς χειρόγραφο σ’ αυτό το βραδινό –
είχε αέρα ικανού εκφωνητή
γι’ αυτά που ήθελε ν’ ακούει το κοινό...

Ικανοποίησε ο διανοούμενος,
οι έπαινοι του πλήθους εμφανείς,
και τώρα είναι ευνοούμενος
συμβουλατόρων μιας αυλής.

Ετούτοι σαν παλιοί επιτελείς
διείδαν πως τούς είναι χρήσιμος.
Θα ρίξουν πάνω του δικούς τους προβολείς,
καλύτερα θα είναι διαχειρίσιμος...

Σάββατο 11 Σεπτεμβρίου 2021

Μαριονέτα

Ο ύπατος τους χαιρετούσε,
εκείνοι τον χειροκροτούσαν,
για τετριμμένα τούς μιλούσε,
ασμένως τα επικροτούσαν.
Κι όταν αναίτια γελούσε,
με συγκατάβαση γελούσαν.

Κάποτε οι πολλοί τα είδαν
τα νήματα που τον κρατούσαν,
αχνά φανήκανε στο βάθος
ποιοι Βησιγότθοι τα κινούσαν.

Ήτανε μία μαριονέτα
ο ύπατος που τους μιλούσε.
Κατάλαβαν σχεδόν οι πάντες
γιατί αναίτια γελούσε!

Συνέχιζε η μαριονέτα,
παρόμοια λόγια εκφωνούσε.
Απτόητο το ίδιο πλήθος
με σθένος τη χειροκροτούσε.

Ήταν καλή η μαριονέτα,
πολλοί μαζί της βολεμένοι,
και αρκετοί στο ίδιο ψέμα
εδώ και χρόνια εθισμένοι.


Τρίτη 7 Σεπτεμβρίου 2021

Η σπίθα

 
Καινούριο φιρμάνι ο μπέης τούς στέλνει
και φόρους παλιούς τούς ζητάει διπλούς,
χωρίς δισταγμό απαιτεί ό,τι θέλει,
το ξέρει πως έχει ραγιάδες δειλούς.

Χρονιά με χρονιά εφευρίσκει χαράτσια,
μετράει καλύβες, αχούρια κι αυλές,
τα στείρα πληρώνουν σαν νά ’ναι γαλάρια,
εισπράκτορες έβαλε και στις πηγές.

Το νέο φιρμάνι γεμάτο φοβέρες·
τα σπίτια, για χρέη, θα βγουν στο σφυρί.
Αυτοί που ελπίζαν καλύτερες μέρες,
δε βλέπουνε πλέον καμιά προκοπή.

Καθένας μονάχος, σκυφτός, φοβισμένος,
δεν ξέρει το αύριο πώς θα τον βρει,
στη μοίρα του φαίνεται παραδομένος
και κάποιον γενναίο προσμένει να ρθεί.

Γενναίο που θά ’ρθει σαν νέος σωτήρας,
εκείνος να λύσει του μπέη το ζυγό,
προστάτης αυτός τής δικής τους τής μοίρας
να φέρει τη λύτρωση για το χωριό.

Μα σήμερα ξάφνου στην κάτω πλατεία
φωνάζουν στεντόρεια τρεις χωριανοί,
με δύο ζαπτιέδες τρανή φασαρία·
αυτοί που ποτέ τους δεν είχαν φωνή.

Μουρμούρα σηκώθηκε στους μαχαλάδες,
αρχίζει ν’ ακούεται σαν βουητό,
ξεθάρρεψαν κι άλλοι σκυμμένοι ραγιάδες
και μοιάζει να πήρε φωτιά το χωριό.

Αφήσαν στην άκρη τις φρούδες ελπίδες
για κάποιον γενναίο, σωτήρα δεινό.
Αυτοί που ο μπέης τούς είχε κιοτήδες
ποτάμι γινήκανε ορμητικό!

ζαπτιές= χωροφύλακας