Στο πέτρινο γεφύρι στο πρώτο ακρόλιθό του
μονάχος
αγναντεύω, μιλώ με το νερό,
εκείνο
μ’ απαντάει με το μουρμουρητό του,
τα
λόγια του για κείνη· μου λέει να καρτερώ.
Θα
έχει ξεκινήσει, στο δρόμο θά ’ναι τώρα,
εκεί
που ανταμώνουν οι δύο ρεματιές,
στο
ήσυχο ποτάμι συμφωνημένη ώρα·
ο
ήλιος όταν γείρει και σβήσουν οι σκιές.
Ακούω
από πέρα το γλυκοσύνθημά της,
σαν
το πουλί που ξέρει στο ταίρι να μιλά,
τραβώ
στο μονοπάτι να δω το σκίρτημά της,
και
νά την ξεπροβάλλει. Την παίρνω αγκαλιά.
Εκεί
στην άσπρη πέτρα στου γεφυριού την άκρη,
δικό
μας το τραγούδι στο φως τού φεγγαριού,
οι στίχοι ζυμωμένοι με όρκους και με δάκρυ.
Γλυκά
μάς σιγοντάρουν τα λόγια τού νερού.