Διψούσα για εκδίκηση που μ’
άφησε εκείνη,
ενώ για γάμο είχαμε κινήσει
από καιρό,
αργά το βράδυ τράβηξα στο
σπίτι τού Γιωργίνη,
ξεκάθαρα τους μίλησα πως
θέλω τη Μαριώ.
Φιλόξενα με δέχτηκαν κι οι
τρεις στο σπιτικό τους,
κανείς ποτέ δε ζήτησε σε
γάμο τη Μαριώ
κι όπως αυτή μεγάλωνε βαρύ
το βάσανό τους,
ελπίδες είχαν λιγοστές να
βγει το τυχερό.
Μια ώρα κουβεντιάσαμε,
καλούς ανθρώπους βρήκα,
και είδα τη συμπάθεια στα
μάτια τής Μαριώς,
δε ζήτησα, μα είπανε θα
δώσουνε και προίκα,
σε δέκα μέρες βρέθηκα στην
εκκλησιά γαμπρός.
Την πήρα την εκδίκηση που μ’
άφησε εκείνη,
για την υποκρισία της πως
τάχα μ’ αγαπά.
Με κάποιον μού παράγγειλε
πως μόνη δεν θα μείνει·
σε μια βδομάδα βρέθηκε σε
άλλη αγκαλιά.
Κι εκείνη γάμο γρήγορο με
τον ψηλό Λευτέρη,
καλό παιδί φιλότιμο με
βλέμμα καθαρό,
για εργασία έφτασε και στα
δικά μας μέρη
και πήρε την απόφαση να
μείνει στο χωριό.
Ο πρώτος χρόνος πέρασε, καλό
το τυχερό μου,
στο σπίτι όλα ήσυχα, στα
κτήματα δουλειά,
φιλότιμη, με σύνεση
φροντίζει η Μαριώ μου,
κοντά μου πάντα βρίσκεται,
στα μάτια με κοιτά.
Μια μέρα εκεί στα κτήματα με
βρήκε ο Λευτέρης
και μου ξομολογήθηκε τι
βάσανο περνά,
εκείνη μες στο σπίτι τους
λες κι είναι Ιαβέρης,
αχάριστη, ατίθαση με γλώσσα
μακριά!