Στη σκέψη αδιέξοδο, η
διάθεση στην άβυσσο,
η δύναμή μου λιγοστή σ’ έναν
αγώνα άνισο.
Κι αυτή η νύχτα όπως χτες
ορμούσε εχθρικότατη,
δοκιμασία η καρδιά, οι
χτύποι εντονότατοι.
Βαρύτατο κι απρόσμενο το
χτύπημα της Τύχης μου,
και ήμουνα κατάμονος στο
πέλαγος της λύπης μου.
Σε κάποιους φίλους
καρδιακούς οι κρούσεις βγήκαν άγονες,
οι απαντήσεις συγγενών
αδιάφορες και άπονες.
Στις δέκα ένας άγνωστος την
πόρτα μου χτυπούσε·
μπροστά μου ένας γέροντας και μου χαμογελούσε.
Τον πήρα μέσα πρόθυμα· «ποιος είσαι άνθρωπέ μου;»
«Ακόμα δε με γνώρισες, φίλε
παντοτινέ μου!»
Αυτόματα βρεθήκαμε σφιχτά
αγκαλιασμένοι,
εκεί στης μνήμης το σκαλί
αμίλητοι, κλαμένοι!
Αγνώριστος ο φίλος μου, μα
ίδια η φωνή του,
πενήντα χρόνια γύρισαν με
την επιστροφή του.
«Πού ήσουνα, πού χάθηκες; σε
κάποια ξένη χώρα;
για μένα ποιος σού μίλησε;
και πώς με βρήκες τώρα;»
Γοργά μού εξιστόρησε τις
περιπέτειές του,
πώς έφυγε, πού βρέθηκε,
ποιες ήταν οι δουλειές του.
Στη μακρινή Αργεντινή ποικίλες
εργασίες,
παθήματα – μαθήματα, ρευστές
περιουσίες.
Και ύστερα ξετύλιξε τα
χρόνια τα δικά μας,
στη Σαλονίκη φοιτητές με τα
οράματά μας.
Το πώς συμπορευτήκαμε μες
στην κοινή μας φτώχεια,
απλοί εργάτες στα γιαπιά και
μες στ’ ανεμοβρόχια.
Ξενύχτια στα διαβάσματα μα
και η αγωνία
στη σκοτεινή ατμόσφαιρα, στη
χαφιεδοκρατία.
Το έμαθε το δράμα μου, τον
κίνδυνο που ζούσα,
το πώς μια συμπαράσταση στην
έρημο ζητούσα.
Και να, στην κρίσιμη στιγμή
μπρος στου γκρεμού το χείλος,
σαν από μηχανής θεός
κατέφθασε ο φίλος.
Ταχύτατα διέλυσε το αδιέξοδό
μου,
με τράβηξε και μ’ έσωσε από
την άβυσσό μου.
Αυτοί που δεν μου έδωσαν
καμία σημασία,
είδανε της φιλίας μας ποια
ήταν η ουσία.
(ιστορίες φίλων)