-Γιατί βαρύ σε βλέπω απόψε, τι άλλαξε απ’ το πρωί;
Σύννεφο μαύρο στη ματιά σου, το χρώμα σου σαν το κερί,
τα χείλη σου σφιχτοδεμένα και η ρυτίδα φανερή.
-Πώς να σηκώσεις έναν λόγο που θα στον έλεγε εχθρός,
να σου τον λέει ο δικός σου, ο άνθρωπός σου ο καλός,
που ζει κοντά σου δέκα χρόνια και είναι ο μοναδικός;
Πώς να αντέξεις την κουβέντα πιο δυνατή από γροθιά,
να μη μπορείς να το πιστέψεις και να σου καίει τα σωθικά;
Και τώρα για τον άνθρωπό μου αλλιώς χτυπάει η καρδιά.
-Όσο βαρύς κι αν είν’ ο λόγος, όσο βαθιά η μαχαιριά,
μην αρνηθείς τα δέκα χρόνια, βάλε σε τάξη την καρδιά,
κοντά στη σύνεση ο χρόνος νερό θα ρίξει στη φωτιά.
Δες όμως πάλι την κουβέντα, απόψε κιόλας, πιο καλά,
ίσως θα βρεις κάποια ευθύνη και στα δικά σου τα παλιά
και λίγο-λίγο θα γλυκάνεις τον πόνο απ’ τη μαχαιριά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου