Οι κουβέντες που φώναξα χθες το πρωί,
τσουχτερές, οργισμένες, με δίκιο πολύ,
σαν μαστίγιο πέσαν σε πλάτη γυμνή.
Η αλήθεια τους μαύρη, πολύς ο θυμός,
σωρευμένος στο χρόνο, φθαρμένος καρπός,
στις βαλβίδες τού νου πιεσμένος ατμός.
Σαν το κύμα που σπάει και φτάνει ψηλά,
ό,τι βρίσκει μπροστά του το δέρνει σκληρά,
οι κουβέντες σαρώσαν το δέκτη πικρά.
Μα ο δέκτης δεν ήταν τσιμέντο σκληρό,
ούτε βράχος π’ αντέχει σε κάθε καιρό,
ήταν άνθρωπος όρθιος, όπως κι εγώ.
Τη στιγμή που ο λόγος, μολύβι καυτό,
βρήκε στόχο ευάλωτο μες στο μυαλό,
στου ανθρώπου τη σκέψη ξεπήδησε φως,
και το άδικο είδε επιτέλους κι αυτός,
ενοχή και ντροπή γίναν πια κεραυνός,
μα η πληγή απ’ το λόγο βαθύς σπαραγμός.
Των ματιών του ποτάμι, πλημμύρα βουβή,
ξεπετάχτηκε κι ήρθε σε μένα καυτή,
και μου έδειξε δίχως κουβέντα να πει,
πόσο λάθος ν’ αφήνεις να βγαίνει η οργή,
κι ας το δίκιο σου είναι μεγάλο πολύ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου