(στην Ερατώ)
Σαν κεραυνός που ξεσπά απροσδόκητα,
σαν μανιασμένη αιφνίδια μπόρα,
άγριος κι άδικος ήρθε ο θάνατος.
Μέσα σε έρημο βρίσκομαι τώρα.
Μέρες και μέρες παλεύω στην άβυσσο,
ψάχνω κερί μες στο μαύρο σκοτάδι,
ό,τι οι δυο μας μ’ αγώνα ορθώσαμε,
φαίνεται σύντριμμα, είναι ρημάδι.
Δίχως τον άνθρωπο που τόσο λάτρεψα,
άδειο το σπίτι μας, άδειος ο κόσμος,
άδειο τραπέζι μας, άδειο κρεβάτι μας,
μες στο κενό με τυλίγει ο φόβος.
Τόσα ωραία που χρόνια με γέμιζαν,
μοιάζουνε μάταια άδωρα δώρα,
τότε του χρόνου οι ώρες δεν έφταναν,
μαύρο περίσσεμα γίνανε τώρα.
Όμως τα λόγια του μέσα μου ακούγονται:
Ό,τι κι αν γίνει ποτέ μη φοβάσαι,
μέσα στο νου μας η δύναμη μέγιστη.
μην αφεθείς, και το νήμα σου πιάσε.
Πρέπει και πάλι να βγω στην πορεία μου,
πάλι τα όμορφα να τ’ αντικρίσω,
μη φέρνω μπρος μου ανύπαρκτα ερείπια,
και με τη σκέψη του να ξαναζήσω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου