Κάποτε ανυπόμονο στα τέλη τού Οκτώβρη
ντύνεις τα φύλλα στα λευκά, ενώ ψυχορραγούν,
κι αν συνεργός σου κατεβεί το άγριο ξεροβόρι,
εκθέτεις όσους άργησαν και ξύλα κουβαλούν.
Σποραδικά μας έρχεσαι μες στον υγρό Νοέμβρη
πότε κοντά, πότε μακριά μέσα στο μήνα αυτό,
μα σίγουρο και άφθονο ορμάς μες στο Δεκέμβρη
και το Γενάρη εχθρικό και πάντοτε πυκνό.
Λιγότερο κι ευάλωτο πέφτεις μες στο Φλεβάρη,
το Μάρτη αραιό κι υγρό για λίγο μόνο ζεις,
τα λίγα σου υπόλοιπα, σπάνια τον Απρίλη,
όμως για δέντρα και σπαρτά, λόγος καταστροφής.
Όποτε κι αν μας έρχεσαι, είτε πολύ είτε λίγο
κι όσο κι αν δυσκολεύεται η ήσυχη ζωή,
πέπλο απλώνεις ομορφιάς μες στο χωριό και γύρω
κι ο πλάτανός μας στέκεται σα νύφη ζηλευτή.
Τα πεύκα και τα έλατα αρχοντοστολισμένα
και οι οξιές στ’ ακρόκλαδα, λεπτή ζωγραφική,
πάνω στα βράχια πινελιές, κρύσταλλα κρεμασμένα,
όπου κι αν ρίξεις τη ματιά εικόνα μαγική.
Ο Γράμμος και ο Σμόλικας μες στα λευκά δεσπόζουν,
περήφανα ορθώνονται, φύλακες σιωπηλοί,
και γύρω πλήθος κορυφές την όραση θαμπώνουν,
αυτοί που βλέπουν σταματούν, θωρούν εκστατικοί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου