Ιταλοί,
Γερμανοί μα και Βούλγαροι,
εφιάλτες,
μαυραγορίτες,
κατακάθια,
δειλοί και δοσίλογοι,
φασιστόμουτρα,
λωποδύτες
σαν
τους γύπες στην έρημη χώρα μας,
διαγουμίσαν
την ήσυχη φτώχεια,
φέραν
τρόμο και πείνα και θάνατο,
μας
γυρίσαν σε βάρβαρα χρόνια.
Σθεναρά
ο λαός στην αντίσταση-
ο
δαυλός στης Ευρώπης το φόβο-
Αλαμάνες
καινούριες ζωντάνεψε,
οι
θυσίες ποτίσαν τον τόπο.
Όταν
ήρθε η ώρα τής λύτρωσης
κι
οι εχθροί και η σβάστικα φύγαν,
του
αγώνα οι απόντες κι οι άκαπνοι
αναιδώς
εξουσία ζητήσαν.
Οι
αρχαίες διχόνοιες ανίκητες,
ασεβείς
στου πολέμου το άχθος,
και
οι δυο ηγεσίες αδίστακτες,
οδηγοί
στο εμφύλιο άγος.
Και
τ’ αδέρφια θηρία ανήμερα,
σαν
ναζίδες σε άθλια έργα,
άλλοι
σκόπιμα κι άλλοι ασύνετα,
ουραγοί
σε θελήματα ξένα.
Στα
βουνά οι συγκρούσεις πολύνεκρες,
Γραμμοχώρια
απομείναν στο χάρτη,
ιστορίες
μ’ αδέρφια απίστευτες.
Γιγαντώθηκαν
άγρια πάθη.
Και
τη νίκη πνιγμένη στα αίματα,
τη
διαδέχτηκαν λόγοι λυσσώδεις,
τα
αντίποινα δέσαν με ψέματα
και
αθώων αήθεις διώξεις.
Σε
νησιά, φυλακές Παρθενώνιες.1
Νικητές
θλιβεροί, αιμοβόροι.
Κι
απ’ την άλλη ηγέτες μικρόνοες,
των
δογμάτων τυφλοί δορυφόροι.
1. Αξιωματούχοι τής εποχής χαρακτήριζαν τη Μακρόνησο, νέο
Παρθενώνα!