1820. Ο Αλή-πασάς καίει το χωριό μου.
Άνοιξη
1822. 70 παλληκάρια ξεκινούν από το χωριό μου με προορισμό το Μεσολόγγι,
ανταποκρινόμενοι σε γραπτό κάλεσμα του Μάρκου Μπότσαρη. Φεύγουν λίγοι-λίγοι,
δήθεν ως κτίστες για τη Θεσσαλία. Στην περίπτωση που μαθαίνουν οι Τούρκοι πως
κάποιος έχει ενταχθεί στους αγωνιστές τής Επανάστασης, προχωρούν σε αντίποινα
εις βάρος τής οικογένειάς του. Όταν κάποιος σκοτώνεται, οι δικοί του
ειδοποιούνται και δεν τολμούν να πενθήσουν. Οι συνέπειες είναι σκληρές.
Μαντάτο
μαύρο έφτασε εψές αργά το βράδυ
κι
ο γερο-Γιώργης τράβηξε με την καρδιά πικρή,
πώς
να το φέρει να το πει στη χήρα τού Θανάση,
που
χάθηκε ο Νικολής το πρώτο της παιδί.
Βαριά
σαν ήρθε στην αυλή, στην πόρτα σταματάει,
ξανά
τα λόγια σκέφτεται και πώς να της τα πει,
μα
σαν η χήρα ν’ άκουσε, σαν να τον καρτεράει
και
με τη λάμπα έρχεται και φέγγει για να ιδεί.
Τα
λόγια δε χρειάστηκαν, τα πρόσωπα μιλήσαν,
η
μάνα τρέμει σύγκορμη και στήριγμα ζητά,
στέκει
ο γέρος δίπλα της, τα δάκρυα ποτάμι,
χαροκαμένος
είν’ κι αυτός και της μιλά σιγά.
-Κλάψε
βουβά, Θανάσαινα, και μη φορέσεις μαύρα,
κανείς
μη μάθει το χαμό τού μικρο-Νικολή,
πέτρινη
κάνε την καρδιά, όση κι αν έχεις λαύρα,
και
φύλαξε το σπίτι σου και τ’ άλλο σου παιδί.
Στο
Πέτα με φιλέλληνες έπεσε ο Νικολής σου,
σαν
το θεριό πολέμησε στη μάχη τού χαμού,
μεγάλο
κι αξεπέραστο το μπόι τής τιμής του,
μάρτυρας
του μεγάλου μας του γένους σηκωμού.
1827.
Επέστρεψαν στο χωριό λιγότεροι από τους μισούς. Φτωχοί και γεμάτοι σημάδια στο
σώμα τους.
1912.
Απελευθέρωση του χωριού.
Οι στίχοι αποτελούν ελάχιστο φόρο τιμής στους
τυραννισμένους προγόνους μας.