Άγονα τα χώματα, ξύλινα τα
άροτρα,
λίγη η σοδειά.
Οι σπαχήδες άγριοι, άπληστα
μας άρπαζαν
ως και τη μπουκιά.
Έγινε αβάσταχτη τόση αδικία
τους,
κι ήρθε ο καιρός
πάνω απ’ το φόβο μας και την
απραξία μας
να σκεφτούμε αλλιώς:
Σκλάβοι γεννηθήκαμε σκλάβοι
θα πεθάνουμε·
είν’ αυτό ζωή;
Το χαντζάρι έτοιμο πάνω απ’
το κεφάλι μας,
μόνιμη απειλή.
Τόση βαρβαρότητα κέντρισε το
είναι μας,
είπαμε «ως εδώ!».
Έχουμε τα χέρια μας, ώρα να
παλέψουμε
τ’ άγριο θεριό.
Όσο υπομένουμε, σίγουρος ο
θάνατος,
σίγουρη σκλαβιά.
Τα χαντζάρια μας κι εμείς.
Επιτέλους άφοβοι·
για τη λευτεριά.