Μέσα στη φτώχεια γεννημένος ο Ευκράτης
μα δυνατός από μικρός,
στου βίου τις κρημνώρειες ακροβάτης
και στον Απόλλωνα πιστός.
Μέρα και νύχτα για τα τέσσερα παιδιά του
σ’ έναν αγώνα αντοχής,
ένιωθε πάντα τον Απόλλωνα κοντά του
κι έλεγε είναι ευτυχής.
Σε κάποιον πόλεμο, εμφύλιο, συνήθη –
η δίπλα πόλη ο εχθρός,
οι απερίσκεπτοι θνητοί στα ίδια ήθη.
Και χάθηκε ο πρώτος γιος.
Στο μαύρον Άδη κι η μικρή του Ευδοξία,
από αρρώστια, ξαφνικά,
ολόθερμη η έκκλησή του στο Λοξία,
μ’ απόμεινε με δυο παιδιά.
Για τον Ευκράτη ανυπόφορη οδύνη
κι η απορία η γνωστή,
τίνος το φταίξιμο και τίνος η ευθύνη.
Και το αιώνιο γιατί.
Φαρμακωμένος ο υπόλοιπός του χρόνος,
επώδυνα τα γηρατειά,
ποιος είναι ο σκοπός, ρωτά, και ποιος ο νόμος,
μα ο Απόλλων του σιωπά.
Ιδέες τόσες κι εμπειρίες τού Ευκράτη
και κάθε τι που πίστεψε σωστό,
κι η αφοσίωσή του στο θεό-Προστάτη,
με το κορμί του όλα, στη σποδό!
Μες στους αιώνες οι θνητοί σαν επιβάτες
στου χρόνου τον αέναο συρμό
έχουν εφεύρει ποικιλώνυμους Προστάτες.
Πόσοι να είδανε το νόμο;
Πόσοι να βρήκανε σκοπό;