Δεμένος μέρα-νύχτα ο Αχρόνης
φυλάγει την αυλή του διαρκώς,
το μόνο του καθήκον να γαυγίζει,
το έμαθε καλά από μικρός.
Απέναντι αδέσποτοι περνάνε,
εκείνος, σαν τους δει, ανησυχεί,
αδιάφορα οι πιο πολλοί κοιτάνε,
μπορεί να τον λυπούνται μερικοί;
Μια μέρα το σκοινί του σαπισμένο,
και βρέθηκε ελεύθερο πουλί,
κοιτάζει μ’ ένα ύφος σαστισμένο,
δεν έζησε ποτέ τέτοια στιγμή.
Νεαντερτάλιο τ’ αφεντικό του
στην όψη, στη ματιά του, στο μυαλό,
κυρίαρχος σε κάθε τι δικό του,
μονίμως ο Αχρόνης στο ζυγό.
Δυο μέτρα η σκοινένια ελευθερία
στα λίγα χρόνια τής ζωής του στην αυλή,
και τώρα ξαφνικά η ευκαιρία
να τρέχει μια εδώ και μια εκεί.
Δεν ξέρει πού να πάει ο Αχρόνης
και άσκοπα γυρνά στη γειτονιά,
απάνω του ορμούν τα τροχοφόρα,
τον πετροβόλησαν και δυο παιδιά.
Ανήσυχος κινείται μες στον κόσμο,
εικόνες που δεν έχει δει ξανά,
αλλιώτικο αισθάνεται το φόβο
κι έχει αρχίσει κιόλας να πεινά.
Στο θόρυβο και μέσα στις κινήσεις
ακούει τ’ όνομά του μακριά,
αφήνει τις μικρές εξερευνήσεις
και κάνει οδηγό του τα αυτιά.
Στη γνώριμή του θέση καταφθάνει,
τον καρτεράει στην αυλή τ’ αφεντικό,
η όσφρηση τη γεύση τού κεντάει,
το πιάτο στο σημείο το γνωστό.
Το βλέμμα του μπροστά προσηλωμένο
και σπεύδει σαν τυφλός στο φαγητό,
καινούριο το σκοινί, ετοιμασμένο,
και μπαίνει «αυτοβούλως» στο ζυγό…