Κροταλίζουν ερπύστριες στις
λεωφόρους,
ώρα δύο τη νύχτα την πόλη
ξυπνούν,
στρατιώτες ακούν λοχαγούς
αιμοβόρους,
στοχευμένα οδεύουν, σε
σπίτια ορμούν,
στον ιππόδρομο βίαια φέρνουν
αθώους,
αγριάνθρωποι ένστολοι
ασχημονούν.
Ξαφνικά στο σκοτάδι, στου
φόβου τη θλίψη
δυνατή ξεπηδά τηλεβόα φωνή:
«Σηκωθείτε πολίτες, κανένας
μη λείψει,
μη φοβάστε! μικροί και
φαιδροί οι εχθροί,
σηκωθείτε πολίτες, κανένας
μη σκύψει,
μη φοβάστε τους λίγους.
Εμείς οι πολλοί!»
«Σηκωθείτε πολίτες,
αντίσταση τώρα».
Τα παράθυρα ανοίγουν, φωνές
αντηχούν,
οι πολλοί ξεθαρρεύουν. «Δική
μας η χώρα»
άλλοι δυο τηλεβόες με θάρρος
ηχούν.
Φουσκωμένο ποτάμι, ορμούν οι
πολίτες,
πλημμυρίζουν τους δρόμους,
τα τανκς σταματούν,
τυραννίσκοι γελοίοι, κρυφοί
ασφαλίτες
τις συνέπειες τρέμουν,
κοιτούν να κρυφτούν.
Στον ιππόδρομο τώρα δυνάστες
δεμένοι,
οι πολίτες τούς δίνουνε
ρούχα απλά·
ανθρωπάκια! σαν όλους κι
εκείνοι ντυμένοι.
Τη στολή τους θαρρούσαν
τρανή διαφορά!
Τ’ ανθρωπάκια εξύφαιναν
συνωμοσία,
ξερονήσια ετοίμαζαν και
φυλακές,
ανεξέλεγκτη νά ’χουνε την
εξουσία,
στρατοδίκες για πταίσματα,
βασανιστές,
διαρκή αυστηρότατη
λογοκρισία.
Οι πολίτες να γίνουν δειλοί
θαυμαστές.
Μα ο κόσμος διαλύει τις
άθλιες βλέψεις,
σταματά τους ενόπλους χωρίς
δισταγμούς.
Στα χωριά και στις πόλεις
πυκνές συνελεύσεις,
οι πολίτες ορίζουν γενναίους
ταγούς,
στο λαό ανοιχτές των ταγών
οι συσκέψεις
ανασταίνουν προγόνων
ακμαίους θεσμούς!
Νεαρέ αναγνώστη, γλυκά
παραμύθια
με απέραντη λύπη πικρά
ιστορώ,
να μπορούσα να ζήσω μια
τέτοιαν αλήθεια
και περήφανος νά ’μαι για
κείνα κι εγώ.
Τ’ ανθρωπάκια πανεύκολα
όλους στο γύψο,
ο λαός ανοργάνωτος, άχνα
καμιά,
χθεσινοί δημεγέρτες
πιαστήκαν στον ύπνο.
Και ξεφύτρωσαν πλήθος τής
χούντας παιδιά!
Πατριώτες γελοίοι με ψέμα
και βία,
με το βούρδουλα έμειναν χρόνια
επτά,
μαριονέτες προχώρησαν στην
προδοσία
και την Κύπρο μας έριξαν στ’
άγρια θεριά.
…………………………………………………………………
Για
τους νεαρούς αναγνώστες:
Στον ιππόδρομο συγκέντρωναν
τους συλλαμβανόμενους,