Στο τέλμα τής μικροκρατίας,
της χρόνιας αδιαφορίας
εκείνος ήρθε ορμητικός,
ανύποπτος κι ενθουσιώδης.
Να βάζει τάξη και σειρά
για το σωστό και το ωραίον.
Πυξίδα του η προσφορά.
Ήτανε ένας, αλλά λέων!
Τον είδαν ερευνητικά
με μια μικρή ανησυχία,
μα το σκεφτήκαν πρακτικά·
ήταν καλός για εργασία!
Έβαλε τάξη και σειρά
σε εκκρεμή παρωχημένα
και σε μεγάλα και μικρά,
από τους άλλους αφημένα.
Μα σαν τον είδαν μακρινοί,
εύκολα κάνανε συγκρίσεις.
Νιώσανε φόβο οι μικροί·
αντιπαθούσαν τις διακρίσεις.
Κίνδυνο είδαν οι μικροί,
πυροδοτήθηκε κι ο φθόνος,
ανασφαλείς και κυνικοί.
Εκείνος λέων, αλλά μόνος.
Στενό συμφέρον οι πολλοί,
εδραιωμένο το σινάφι
βάλανε μπρος τη διαβολή,
για να μαυρίσουν το χρυσάφι.
Στους μακρινούς υπαινιγμοί,
υπόγεια συκοφαντία,
μία παγίδα πειστική·
κι ο λέων σε απολογία!
Ήτανε μια διαταραχή
του λέοντος η παρουσία.
Μία παγίδα πειστική
και έληξε η φασαρία.