Με
τρεις δακρύβρεχτες νουβέλες σε λέσχη λογοτεχνική,
με
εκδουλεύσεις και με χρήμα υμνητική η κριτική.
Ευγενικός,
καλοσυνάτος, γλυκόλογος, διαλλακτικός,
το
ύφος πάντα προσεγμένο, στο ντύσιμο εκλεκτικός.
Σε
παρουσιάσεις ομοτέχνων με προθυμία το παρών,
χαμόγελα,
φιλοφρονήσεις και χειραψίες σωρηδόν.
Διαχυτικός
στις παντρεμένες, στιχάκια λογοτεχνικά,
η
κολακεία μέγα όπλο, τα βέλη διαπεραστικά.
Αγαπητός
ο κύριος Σπάιρο – όνομα τάχα ξενικό –
εκμυστηρεύονταν
δικά του με ύφος εμπιστευτικό,
τις
ατυχίες τής ζωής του που τον σημάδεψαν βαθιά,
πώς
έχασε τον έρωτά του από ασθένεια βαριά.
Γνωστότατος
ο κύριος Σπάιρο ευαίσθητος αφηγητής,
στα
ψέματα αριστοτέχνης, ακούραστος υποκριτής,
θλιμμένα
διεκτραγωδούσε τη μοναξιά του την πικρή,
έδειχνε
να επιζητούσε μια συμπαράσταση θερμή.
Σαν
εύρισκε ανταποκρίσεις, το προχωρούσε πιο πολύ,
εύκολο
είχε και το δάκρυ, αθώο τάχα το φιλί.
Οι
επιπόλαιες υπάρξεις στα δίχτυα του σιγά-σιγά,
της
αγκαλιάς του την παγίδα την καταλάβαιναν αργά...
Τέσσερα
χρόνια στην Αθήνα ο Σπάιρο ο κατακτητής,
αίτιος
δέκα διαζυγίων ο πωρωμένος εραστής.
Κάμποσοι
γάμοι κλονισμένοι, συνέπειες ιατρικές,
ακριτομύθιες
αχρείες και φήμες συκοφαντικές.
Δυο
φίλοι αγανακτισμένοι, κι οι δυο τους ομοιοπαθείς,
προσέγγισαν
τον καζανόβα, γοργά τού γίναν συμπαθείς.
Βάλανε
μπρος δικά του όπλα, τον γέμισαν θαυμαστικά,
τις
τρεις νουβέλες του τις βρήκαν βιβλία συναρπαστικά.
Προχωρημένη
η φιλία, οι εκδρομές τους σε ακτές,
του
εραστή οι δύο φίλοι ήσαν δεινοί κολυμβητές,
κι
αυτός με τον εγωισμό του ακολουθούσε στα βαθιά,
τον
επαινούσανε κι εκείνοι σε κάθε του αποκοτιά.
Δεν
άργησε η ατυχία σε παραλία κοσμική·
ο
Σπάιρο ο παρασυρμένος σε μια κατάσταση δεινή.
Προσέτρεξαν
και οι διασώστες· βεβαιωμένος ο
πνιγμός,
στα
όχι σπάνια συμβάντα κι αυτός ο άτυχος χαμός.
Περίσσεψαν οι συζητήσεις, οι γνώμες και οι εκδοχές,
κοινοτοπίες
τετριμμένες με θεωρίες βαρετές.
Λυπήθηκαν
πολλοί το θύμα για τον αδόκητο πνιγμό.
Και
οι συζυγοπληγωμένοι είπανε δόξα τω θεώ!