Ώρα πολλή περπατάει τη νύχτα μονάχη,
αποστολή της να βγει στην απέναντι ράχη.
Σκέψεις ανήσυχες για τον γενναίο αγώνα,
τώρα που έχουν βρεθεί στην οργή τού τυφώνα.
Σκέψεις ατίθασες για του ηγέτη το ύφος
που οι αρχές δεν ταιριάζουν μ’ εκείνου το ήθος,
μα τα σκεπάζουν αυτά οι ωραίες ιδέες
που λαμπαδιάζουν πολλές αγωνίστριες νέες.
Είκοσι μήνες αδιάκοπα ρέει το αίμα,
και στου ηγέτη το λόγο διαβλέπει το ψέμα,
όμως αυτή στην αλήθεια εκείνη πιστεύει
για κοινωνία δικαίου· με πάθος παλεύει.
Λίγο ακόμα να βγει στο γνωστό της σημάδι.
Ξάφνου φωνή τηλεβόα στο άλλο λαγκάδι:
«Γύρνα στο σπίτι σου» την προσκαλούνε οι άλλοι.
Σκίρτημα μέσα της· μα συνεχίζει την πάλη.
Επιταχύνει το βήμα της μέσα στα κέδρα,
με κουκουβάγιας φωνή
προσεγγίζει την έδρα.
Δύο αντάρτισσες σπεύδουνε, την αγκαλιάζουν,
την αντοχή και την τόλμη της πάλι θαυμάζουν.
Τώρα οι τρεις τους παιάνα ωραίο αρχίζουν,
λόγια με πάθος υπέροχα τα ψιθυρίζουν.
Λόγια με πάθος σ’ αυτήν τη μικρή χορωδία.
Κι ας βλέπει νά ’ρχεται σίγουρη η τραγωδία.