Μια
φιλία, πέντε χρόνια, αδιατάραχτα,
πέντε
χρόνια σαν αδέρφια ομογάλακτα.
Κάθε
σου χαρά μεγάλη μέσα στη ζωή,
όμοια
και εγώ τη ζούσα, έλαμπε διπλή.
Στις
κοινές μας εμπειρίες ίδιο κοίταγμα
και
μικραίναμε τις λύπες με το μοίρασμα.
Τώρα
που ’ρθε και σε μένα μια τρανή χαρά,
μια
κουβέντα είπες, φίλε, κι ήταν μαχαιριά.
Τόση
ζήλεια σωρευμένη πώς ξεχείλισε,
σαν
τη λάσπη τού χειμάρρου με πλημμύρισε.
Και
ξυπνήσανε στη μνήμη δήγματα μικρά,
κάπου-κάπου
ξεπετιούνταν κι ήτανε πικρά,
μα
τα νόμιζα τυχαία ατοπήματα
και
τα αντιπαρερχόμουν ως αθύρματα.
Αχ,
βρε φίλε, να μπορούσες να συγκρατηθείς
και
ποτέ σου, όσο ζούσα, ν’ αποκαλυφθείς.
Λέμε,
η αλήθεια πρέπει να μας κυβερνά,
μα
καλύτερα να βλέπεις ψέματα πλατιά,
που
σκεπάζουν την ασχήμια, τα πολλά μικρά,
και
ας είναι μια φενάκη όλη η ανθρωπιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου