Τη νύχτα ασταμάτητη βροχή,
ο χείμαρρος βαριά
αρματωμένος,
το πέρασμά του μια
καταστροφή,
στον κάμπο το πρωί ένας
πνιγμένος.
Στην ώρα του ο ήλιος
λαμπερός,
ο χείμαρρος ασήμαντο ρυάκι,
ο ρημαγμένος κάμπος
θλιβερός.
Εξείχε κάπου ένα κλωναράκι.
Κοκαλωμένο μες στη
λασπουριά,
εφτά σταγόνες πάνω του
πιασμένες,
αφώτιστη και άχρωμη η μια,
οι άλλες μες στο φως
κοκκινισμένες.
Να ήτανε σημάδι ενοχής;
Να βλέπανε τον κάμπο
ντροπιασμένες;
(Αν οι σταγόνες είχανε ψυχή
και πρόσωπο και σώμα;…)