Κέντημα απόψε ο ουρανός κι εγώ στην κορυφούλα,
απ’ όπου βλέπαμε μαζί τ’ αστέρι μας, Αννούλα,
ψάχνω κι απόψε να το βρω, μα μόνος δεν το βρίσκω,
σε ποιο κομμάτι τ’ ουρανού τα μάτια μου να ρίξω;
Στο μονοπάτι το κρυφό, στους όχτους με τα γιούλια
στα χέρια μου σε σήκωνα, πετούσαμε στην Πούλια,
μες στα πελάγη τ’ ουρανού τ’ αστέρι πλοηγός μας
και της ζωής μας τ’ όνειρο σίγουρος οδηγός μας.
Ατέλειωτα μιλούσαμε τα δυο μας πώς θα ζούμε,
τις ώρες μας, Αννούλα μου, μαζί πώς θα περνούμε,
κι όπως τ’ αστέρι σίγουρο το βράδυ ερχόταν πάλι
κι εμείς με όρκους δίναμε υπόσχεση μεγάλη.
Μα ήρθε εκείνο το πρωί βαριά συννεφιασμένο
και χάθηκες απ’ το χωριό με πρόσωπο κλαμένο.
Σε πήραν να σε παν μακριά, να φύγεις από μένα,
χωρίς να θέλεις βρέθηκες στα άπονα τα ξένα.
Δώδεκα χρόνια πέρασαν και μόνος πάντα μένω,
ακόμα κι αν σε πάντρεψαν, εγώ σε περιμένω,
Αννούλα μου, τ’ αστέρι μας μαζί θα ξαναβρούμε
και τις παλιές κουβέντες μας γλυκά θα ξαναπούμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου