Μόνη περίμενε στη στάση, η
μάσκα της χρωματιστή,
θεσπέσια γαλάζια μάτια και
το μαλλί της χρυσαφί.
Γλυκά τής είπα καλημέρα, μου
ανταπέδωσε ζεστά,
κάτι σχολίασα τυχαία,
ανταποκρίθηκε σωστά.
Σιγά-σιγά η κουβεντούλα, το
κλίμα έγινε καλό,
μου φάνηκε σαν ευκαιρία,
πήρε αέρα το μυαλό.
Το έφερα σιγά με τρόπο για
την κορωνο-μοναξιά,
για μας που μένουμε
κλεισμένοι μες στου σπιτιού την ερημιά.
Μου είπε για τη σχετική
ταινία που παίζει σήμερα η ερτ,
απάντησα με σημασία,
προχώρησα σε …μασκοφλέρτ
για τα πανέμορφά της μάτια,
το χρώμα το θαλασσινό.
Έδειξε κάποια αμηχανία, έναν
μικρούλη δισταγμό.
Κατέβηκαν και άλλες λέξεις, τα μάτια σε συντονισμό,
σιγά-σιγά τα βήματά μας σ’
ένα παρκάκι κοντινό.
Καθίσαμε σ’ ένα παγκάκι σε
μιαν απόμερη γωνιά,
στην άλλη άκρη μοναχή της
μια αιωνόβια γιαγιά.
Ακούμπησα τα δάχτυλά της,
ατόνησαν οι δισταγμοί,
τραβήξαμε κι οι δυο τις
μάσκες να γίνουμε κανονικοί.
Και ω! παγίδα τής κορώνας!
ήταν του Χρόνη η Λενιώ,
γυναίκα τού παλιού μου
φίλου, που είχα χρόνια να τους δω.
Ψιλοκοκκίνισε εκείνη, εγώ σε
μαύρη ταραχή,
προσπάθησα να βρω μια λέξη·
τι να της πω, τι να μου πει;
Ξαναφορέσαμε τις μάσκες, στη
στάση τράβηξε γοργά,
εγώ προχώρησα στο πάρκο προς
την αντίθετη μεριά.
Κοιτούσα γύρω μου σαν
κλέφτης μήπως φανεί κανείς γνωστός,
μα ευτυχώς με την κορώνα ο
κόσμος έξω λιγοστός.
Πριν τις εννιά ήμουν στο
σπίτι, και η καλή μου, γελαστή,
με ρώτησε για τη δουλειά μου
και μήπως είχα κουραστεί!
Μου πρότεινε μαζί να δούμε
ταινία αισθηματική,
σε κάποια σοβαρή σελίδα
βρήκε ωραία κριτική.
Στις έντεκα στον καναπέ μας
στηθήκαμε μπροστά στην ερτ.
Εγώ φυσούσα να κρυώσει το πάθημα
του μασκοφλέρτ…