Πέμπτη 22 Ιουλίου 2021

Διχασμοί πάλι;

 
Βλέπω το φίλο ενοχλημένο
γιατί σε κάτι διαφωνούμε,
ενώ κι οι δυο μας για τον τόπο
συνέχεια αγωνιούμε.

Αυτό μάς έλειπε ακόμα, 
να είμαστε σαν θυμωμένοι,
να παραμένουμε μονάχοι,
απόμακροι και διχασμένοι.

Καθένας με τον εαυτό του,
μονίμως όλοι φοβισμένοι,
στου φασισμού τις επιδιώξεις
εκούσια παγιδευμένοι.

Γιορτάζει ο κατακτητής

 
Γιορτάζει ο κατακτητής την εύκολή του νίκη,
θρασύτατοι οι λόγοι του, αισχρά προκλητικοί,
αμνήμονες οι δυνατοί, αντί για καταδίκη,
το χέρι τού απλώνουνε· μονίμως κυνικοί.

Γιορτάζει ο κατακτητής για το κατόρθωμά του,
αυτό που του ετοίμασαν προδότες βδελυροί,
επαίρεται και απειλεί, τιμά το έγκλημά του,
κομπάζει και ασύστολα τους πάντες λοιδορεί.

Γιορτάζει ο κατακτητής  για τις δολοφονίες,
τα αίσχη των στρατιωτών, αμάχων τη σφαγή,
υπόσχεται συνέχεια, παρόμοιες ιστορίες,
γενναία πράξη θεωρεί αθώων αρπαγή.

Γιορτάζει ο κατακτητής, στα ίδια επιμένει.
Απέναντί του άνευροι μικροί πολιτικοί,
για χρόνια δίχως όραμα· πλην όμως ψηφισμένοι.
Στων ξένων τα κελεύσματα υποχωρητικοί.

Παρασκευή 16 Ιουλίου 2021

Επιβολή και ανεκτικότητα

 
Με χίλιες δυο μορφές παρούσα,
αρχαία η επιβολή,
είτε ως βία επικρατούσα
είτε ως λόγος – απειλή.

Από συνάνθρωπο πλησίον
ή εξουσίας την αυλή.
 
Κι αυτός που είναι ανεκτικός
εισπράττει τα σπρωξίματα,
νομίζει είναι ζωντανός,
μα ίσως κατοικεί στα μνήματα

Κυριακή 11 Ιουλίου 2021

Καλυψώ και Νέμεση

 
Έφυγα να πάω στα ξένα, να δουλέψω για τους δυο,
να γυρίσω στην καλή μου να της φέρω θησαυρό.
Όμως έτυχα στο δρόμο μια πανέμορφη κυρά,
σαν την Καλυψώ ωραία, που μου πήρε τα μυαλά.

Είχε πλούτη και ανέσεις και κορμί λαχταριστό,
είπα να καθίσω λίγο, να γλυκάνω τον καιρό.
Λίγο-λίγο κάθε μέρα, το συνήθισα πολύ,
άρχισε να ξεθωριάζει της καλής μου η μορφή.

Έναν χρόνο στο παλάτι, πρόκληση η Καλυψώ,
λόγια τρυφερά μού λέει, με μαγεύει σαν τη δω.
Η καλή μου ξεχασμένη, άραγε με καρτερεί;
ή απόφαση το πήρε κι άλλον άντρα έχει βρει;

Πέρασα τον ένα χρόνο κι άρχισε η Καλυψώ
να ’χει κι άλλες απαιτήσεις, μα εγώ δεν το μπορώ.
Οργισμένη, κάποια μέρα,  μου το είπε ανοιχτά:
«Έχεις φάει τα ψωμιά σου, να μ’ αδειάσεις τη γωνιά».

Με τα λίγα πράγματά  μου, κίνησα για το χωριό,
σκέφτηκα τα κρίματά μου, πώς να δικαιολογηθώ.
Βράδυ έφτασα στο σπίτι, στάθηκα διστακτικός,
είδα φως στο παραθύρι· ένας άγνωστος ψηλός.

Βρήκα στην αυλή κρυψώνα μέσα στα πυκνά κλαδιά,
συλλογιόμουν τι να πράξω, ήταν κρίσιμη βραδιά.
Κάποιαν ώρα βγήκαν έξω η καλή μου κι ο ψηλός,
την κρατούσε απ’ την μέση· εραστής διαχυτικός.

Λέγανε ωραία λόγια σαν ζευγάρι ταιριαστό,
μ’ έκαψε βαθιά η ζήλεια, μα το στόμα μου κλειστό.
Η καλή μου με λατρεία τού ’πε «κι αύριο εδώ!».
Μπήκε μόνη της στο σπίτι. Τι να έκανα εγώ;

Μάζεψα τον εαυτό μου – σωριασμένο στα κλαδιά –
το μικρό μου το δισάκι και την άδεια μου καρδιά,
έβαλα μπροστά το δρόμο, κάπου ν’ αποτραβηχτώ,
μη με δούνε μες στη νύχτα και διπλά ρεζιλευτώ.

Στο δασάκι με τα πεύκα λούφαξα σε μια πλαγιά,
λίγον ύπνο παιδεμένο να περάσει η νυχτιά.
Πριν να φέξει ξαναπήρα δρόμο δίχως γυρισμό,
κάπου να ξαναριζώσω και να βάλω και μυαλό…

(ιστορίες ξενιτιάς)
 

Παρασκευή 9 Ιουλίου 2021

Από την απειλή στην πληρωμή

 
Σαν ήρθαν οι τριάκοντα, αρχίσανε τις απειλές
οι κήρυκες ν’ ακολουθούν συγκεκριμένες εντολές.
Οι πάντες συμμορφώθηκαν στη διαταγμένη αλήθεια,
υπήκοοι ακούγανε ωραία παραμύθια.

Σαν έφυγαν οι τύραννοι, οι κήρυκες ελεύθεροι.
Μονάχα λίγοι για λεφτά, αρχόντων οι ημέτεροι.
Πολίτες τούς ξεχώριζαν, μαθαίναν την αλήθεια,
και μόνον οι υπήκοοι χορταίναν παραμύθια.

Τα χρόνια κατρακύλησαν και ήρθε άλλη εποχή
οι κήρυκες να διαλαλούν, χωρίς καμία ενοχή,
σαν μία και μοναδική την πληρωμένη αλήθεια.
Πολίτες και υπήκοοι σε ίδια παραμύθια.