Αυθόρμητος
και άδολος ο Λεμονής,
οι
χωριανοί χοντροκομμένοι,
στην
κοροϊδία αρκετοί επιφανείς
με
γλώσσα στο κακό ακονισμένη.
Πήρε
τα μάτια του μια μέρα ο Λεμονής,
μακριά
από του κόσμου την κακία,
για
τη φυγή του συμφωνούσαν κι οι γονείς,
αλλού
να βρει κι αυτός μια ευτυχία.
Με
θάρρος στην καινούρια του δουλειά,
για
το σκοπό του αποφασισμένος,
σε
μια παρένθεση κλεισμένα τα παλιά.
Ελεύθερος
εκεί που ήταν ξένος.
Τριάντα
χρόνια ξενιτιά ο Λεμονής
και
γύρισε με μια γυναίκα ξένη,
με
σιγουριά τον καρτερούσαν οι γονείς,
και
τώρα ζουν μαζί ευτυχισμένοι.
Αυθόρμητος
και άδολος ο Λεμονής,
και
ίδια παραμένει η ψυχή του.
Κακή
κουβέντα δεν του λέει πια κανείς,
αλλά
κι αυτός ψημένος στη ζωή του.
Το φθόνο αν σε κάποια μάτια δει,
με
καλοσύνη πάντα χαιρετάει,
για
των ανθρώπων το ποιόν έχει πειστεί,
και
τη γαλήνη του μπορεί και τη φυλάει.