Από λάθος σ’ άλλο λάθος και περνούσε ο καιρός,
ώσπου βρέθηκα στο τέλος τρομαγμένος ναυαγός.
Έβγαλα φωνή μεγάλη, κάποιος δίπλα μου να ρθεί,
οι παλιοί καλοί μου φίλοι τρέξαν χαμογελαστοί.
Μού ’πανε να μη φοβάμαι, μόνος μου δε θ’ αφεθώ
και σωσίβιο μου ρίξαν στον αφρό να κρατηθώ.
Σαν το φόρεσα συνήλθα, είπα τώρα θα σωθώ
μα στο πρώτο κυματάκι παραλίγο να χαθώ.
Είδαν το κατάντημά μου, μού μιλήσανε πικρά
και σωσίβιο καινούριο μού πετάξανε ξανά.
Δυο σωσίβια μαζί μου ήταν πλέον λογικό
μοναχός να κολυμπήσω, να γλυτώσω το βυθό.
Έβαλα τα δυνατά μου για να φτάσω στην ακτή,
τα σωσίβιά μου βρόχος και το σώμα μου βαρύ,
οι ελπίδες μου χαμένες, πάλι φόβος να πνιγώ,
ξαναήρθανε οι φίλοι μ’ ένα ύφος βλοσυρό.
Μου πετάξανε και τρίτο, τελευταίο, στο χαμό
και φωνές και επιπλήξεις, επιτέλους να ντραπώ.
Με σκυμμένο το κεφάλι, πού να ρίξω τη ματιά,
με κατηγορούνε ψεύτη, μα με λεν και φουκαρά.
Τώρα θαλασσοδαρμένος τα σωσίβια κοιτώ,
και τα τρία ήταν τρύπια, πώς μπορούσα να σωθώ;
Απ’ την πρώτη μου τη θέση που μού ήρθαν οι βοηθοί
έχω φτάσει σε σημείο, περισσότερο βαθύ.
Φέρνω πίσω το μυαλό μου, όταν έβγαλα φωνή,
κι ήρθαν πρόθυμοι οι φίλοι να με βγάλουν στην ακτή.
Είπανε πως με τραβούνε σε απάνεμα ρηχά,
πίστεψα κι εγώ τα πάντα, όπως κάνουν τα παιδιά.
Μες στο πέλαγος χαμένος, μα εκείνοι κυνικοί,
ψάχνουν τα ιμάτιά μου να τα βγάλουν στο σφυρί,
τη βοήθεια που μου δώσαν τη χρεώνουν ακριβά,
τα σωσίβια ζητούνε να πληρώσω για χρυσά.
Σκέφτομαι ξανά τα λάθη, χρόνιες αναβολές,
τις μεγάλες αυταπάτες, τις θολές επιλογές,
των προγόνων τις αξίες, τα πολύτιμα ρητά,
που τα είχα στα βιβλία μα τα κράτησα κλειστά.
Υπερώριμος ο χρόνος μοναχός μου να σωθώ
και σωσίβια δεν πρέπει άλλα πια να καρτερώ.
Όποια λύση και να ψάξω θα μου βγει οδυνηρή.
Μα ως πότε ο βρεγμένος θα φοβάται τη βροχή;