Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2024

Αν οι σταγόνες…

 
Τη νύχτα ασταμάτητη βροχή,
ο χείμαρρος βαριά αρματωμένος,
το πέρασμά του μια καταστροφή,
στον κάμπο το πρωί ένας πνιγμένος.

Στην ώρα του ο ήλιος λαμπερός,
ο χείμαρρος ασήμαντο ρυάκι,
ο ρημαγμένος κάμπος θλιβερός.
Εξείχε κάπου ένα κλωναράκι.

Κοκαλωμένο μες στη λασπουριά,
εφτά σταγόνες πάνω του πιασμένες,
αφώτιστη και άχρωμη η μια,
οι άλλες μες στο φως κοκκινισμένες.

Να ήτανε σημάδι ενοχής;
Να βλέπανε τον κάμπο ντροπιασμένες;

(Αν οι σταγόνες είχανε ψυχή
και πρόσωπο και σώμα;…)

Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2024

Ένα μείον ακόμα

 
Δεν εξεπλάγη.
Μόνο μια λύπη
για την κατωτερότητα,
τη χαμηλή ποιότητα.

Σιώπησε,
αντιπαρήλθε.
Και αποτραβήχτηκε.

Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2024

Μια πέτρα στο βάλτο

 
Στο τέλμα τής μικροκρατίας,
της χρόνιας αδιαφορίας
εκείνος ήρθε ορμητικός,
ανύποπτος κι ενθουσιώδης.

Να βάζει τάξη και σειρά
για το σωστό και το ωραίον.
Πυξίδα του η προσφορά.
Ήτανε ένας, αλλά λέων!

Τον είδαν ερευνητικά
με μια μικρή ανησυχία,
μα το σκεφτήκαν πρακτικά·
ήταν καλός για εργασία!

Έβαλε τάξη και σειρά
σε εκκρεμή παρωχημένα
και σε μεγάλα και μικρά,
από τους άλλους αφημένα.

Μα σαν τον είδαν μακρινοί,
εύκολα κάνανε συγκρίσεις.
Νιώσανε φόβο οι μικροί·
αντιπαθούσαν τις διακρίσεις.

Κίνδυνο είδαν οι μικροί,
πυροδοτήθηκε κι ο φθόνος,
ανασφαλείς και κυνικοί.
Εκείνος λέων, αλλά μόνος.

Στενό συμφέρον οι πολλοί,
εδραιωμένο το σινάφι
βάλανε μπρος τη διαβολή,
για να μαυρίσουν το χρυσάφι.

Στους μακρινούς υπαινιγμοί,
υπόγεια συκοφαντία,
μία παγίδα πειστική·
κι ο λέων σε απολογία!

Ήτανε μια διαταραχή
του λέοντος η παρουσία.
Μία παγίδα πειστική
και έληξε η φασαρία.

Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2024

Κριτική και αντιδράσεις

 
Α)
Καλόπιστα διατυπωμένη
μια κάποια επιφύλαξη
στου φίλου το γραπτό.

Ο φίλος όμως διψασμένος
για ύμνους και εγκώμια.
Και μένει τώρα χολωμένος…

Β)
Ευχάριστοι οι έπαινοι,
οι ύμνοι, τα θαυμαστικά
(ακόμα και τα σκόπιμα τα υποκριτικά).

Μα, φίλε, από σένα θέλω
την πάσα ειλικρίνεια.

Δείξε μου λάθη, παραλείψεις,
ατέλειες κι υπερβολές.
Αμφιβολία να μην έχω
πως είν’ αλήθεια όσα λες.

Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2024

Συγκλητική αφασία

 
Ο αυτοκράτωρ απεχθής, αδίστακτος και κομπορρήμων,
περί παντός τού επιστητού ως δοκησίσοφος ειδήμων.
Των εργολάβων εκλεκτός, στους αφελείς ως ελεήμων.

Αμέριμνοι συγκλητικοί των τετριμμένων προσχημάτων,
αδιάφορα εγκριτικοί αχρείων νομοθετημάτων.
Με κήρυκες στην αγορά περί ανέμων και υδάτων.

Πεπατημένη πρακτική, προνόμια ασφαλισμένα,
με τέθριππα πολυτελή από πληβείους πληρωμένα.
Η αφασία διαρκής, τα ήθη εξαχρειωμένα.

Και οι εχθροί προ των πυλών εδάφη εποφθαλμιούντες,
εξοπλισμένοι αστακοί αδιάκοπα ασχημονούντες,
με σχέδια μακροχρόνια την αφορμή επιζητούντες.

Σάββατο 31 Αυγούστου 2024

Η αντάρτισσα

 
Ώρα πολλή περπατάει τη νύχτα μονάχη,
αποστολή της να βγει στην απέναντι ράχη.
Σκέψεις ανήσυχες για τον γενναίο αγώνα,
τώρα που έχουν βρεθεί στην οργή τού τυφώνα.

Σκέψεις ατίθασες για του ηγέτη το ύφος
που οι αρχές δεν ταιριάζουν μ’ εκείνου το ήθος,
μα τα σκεπάζουν αυτά οι ωραίες ιδέες
που λαμπαδιάζουν πολλές αγωνίστριες νέες.

Είκοσι μήνες αδιάκοπα ρέει το αίμα,
και στου ηγέτη το λόγο διαβλέπει το ψέμα,
όμως αυτή στην αλήθεια εκείνη πιστεύει
για κοινωνία δικαίου· με πάθος παλεύει.

Λίγο ακόμα να βγει στο γνωστό της σημάδι.
Ξάφνου φωνή τηλεβόα στο άλλο λαγκάδι:
«Γύρνα στο σπίτι σου» την προσκαλούνε οι άλλοι.
Σκίρτημα μέσα της· μα συνεχίζει την πάλη.

Επιταχύνει το βήμα της μέσα στα κέδρα,
με κουκουβάγιας φωνή  προσεγγίζει την έδρα.
Δύο αντάρτισσες σπεύδουνε, την αγκαλιάζουν,
την αντοχή και την τόλμη της πάλι θαυμάζουν.

Τώρα οι τρεις τους παιάνα ωραίο αρχίζουν,
λόγια με πάθος υπέροχα τα ψιθυρίζουν.
Λόγια με πάθος σ’ αυτήν τη μικρή χορωδία.
Κι ας βλέπει νά ’ρχεται σίγουρη η τραγωδία.

Τετάρτη 28 Αυγούστου 2024

Και μόνο το πνεύμα

 
Το πνεύμα προθυμότατο
για διάσελα και λαγκαδιές,
γι’ ακρώρειες και κρυόνερα,
για ξάγναντα και ρεματιές.

Το σώμα όμως ράθυμο,
αβέβαιο, διστακτικό·
αυτό που ήτανε ταχύ,
παράτολμο κι ανθεκτικό.

Πνεύμα εσύ, μη σταματάς,
φέρνε εικόνες σου παλιές
και παίρνε τούς ανήφορους
για βίγλες και αετοφωλιές.

Πάρε γραμμή το Σμόλικα
και της Αστράκας τούς γκρεμούς,
πετάξου μέχρι τ’ Άγραφα,
σταμάτα στους πυκνούς δρυμούς.

Στοχάσου τι σου είπανε
των πεύκων οι ψιθυρισμοί,
τι εποχές σού έδειξαν
των βράχων οι χρωματισμοί.

Θυμήσου πού περπάτησες,
στη Φύση τι συνάντησες!

Χορτάτες οι αισθήσεις σου
και πάμπλουτη η μνήμη σου.
Βρήκες πού είν’ οι ρίζες σου
και τα θεμέλιά σου.