Μαζεύει ογδοντάρια ο γιατρός,
στις πολυθρόνες ασθενείς αραδιασμένοι,
οι τρεις αμίλητοι, ο ένας σκυθρωπός,
οι δύο σε συζήτηση πιασμένοι.
Το ξέρω πως κουράστηκες, γιατρέ,
πολλά τα χρόνια σου σε δύσκολα θρανία,
ειδίκευση, εκπαίδευση πολλή
και περιπτώσεις τόσες στα νοσοκομεία.
Κι ο εξηντάρης σκαλωσιές, οικοδομές,
στο κρύο, στη βροχή και στο λιοπύρι,
έχει κι αυτός τις κουρασμένες διαδρομές
κι η ράχη του σαν τοξωτό γεφύρι.
Κι η πενηντάχρονη με φλέβες πεταχτές
και η γιαγιά από τα έξι της στα γίδια
και ο τεχνίτης συνεργεία και βαφές
κι ο ναυτικός σε υπερπόντια ταξίδια.
Λίγο-πολύ, όλοι κοπίασαν, γιατρέ,
και τώρα, στην αρρώστια βολοδέρνουν,
το κάθε αύριο χειρότερο απ’ το χτες,
ο πόνος και ο φόβος σού τους φέρνουν.
Καλά τα ογδοντάρια σου, γιατρέ,
τα δικαιούσαι που ’χεις κάνει τόσο κόπο,
αγόγγυστα πληρώνουν οι πολλοί,
και δε ζητούνε από σένα κάποιο λόγο.
Μες στη ζωή έχουν πικρά δοκιμαστεί,
τι άραγε να πουν πως δικαιούνται;
κάτι προσφέρανε στο σύνολο κι αυτοί,
κανείς δεν τους ρωτά αν αδικούνται.