Το
ρολόι τού κόσμου σε άτεγκτη κίνηση
και
οι δείκτες του πάντα στον ίδιο ρυθμό,
ο
Σεπτέμβρης, σαν ήρθε, κεντάει τη θύμηση
και
τραβάει τη σκέψη στον άλλο καιρό.
Στον
καιρό που εκείνη ταξίδι ξεκίνησε,
μοναχή
της για άγνωστο προορισμό.
Κάποια
λόγια περίεργα τότε ψιθύρισε
και
πως ίσως το Μάρτη θα είναι εδώ.
Χελιδόνια
το Μάρτη στα ίδια γυρίσανε,
ξαναβρήκαν
εδώ τις παλιές τους φωλιές,
μα
εκείνης τα βήματα άπρεπα σβήσανε
και
γινήκαν ανάμνηση οι αγκαλιές.
Ένας
χρόνος πικρός κι ο Σεπτέμβρης ασήκωτος,
κιτρινίζει
μαζί του ελπίδα στερνή,
η
φυγή της φαρμάκι, ο πόνος ανείπωτος,
και
σημάδι κανένα πως πίσω θα ρθεί.
Του
Σεπτέμβρη οι μέρες αργά πορευτήκανε
κι
απομένει μια νύχτα να φύγει κι αυτή,
μα
οι δείκτες αλλιώτικα ξάφνου χτυπήσανε,
στο
σκοτάδι κρατούνε την πόρτα ανοιχτή.
Στο
κατώφλι εκείνη, διστάζει ακίνητη,
προσπαθεί,
και δε βρίσκει, μια λέξη να πει,
μακριά
μοναχή, ένα χρόνο αφίλητη,
ήταν
βάρκα, σε πέλαγος, πού ’χε χαθεί.
Λατρεμένα
δυο χέρια μπροστά της απλώθηκαν,
ξαναείδε
φωλιά το φτωχό σπιτικό,
και
τα λόγια σαν τότε θερμά ξεδιπλώθηκαν:
–Θα
τον βρούμε μαζί τον παλιό μας ρυθμό.