Η ανάγκη μεγάλη. Και τ’ άφησα όλα.
Τη ζωή τής αυλής μας. Τη γέρικη δάφνη,
τη ροδιά μας που έλαμπε στη γειτονιά,
τις βιολέτες που μόνη της φύτευε η Φάνη,
τις κρυψώνες που στήναμε μες στα κλαδιά,
την πετρόχτιστη βρύση, το άσπρο γεράνι,
το σπιτάκι τού Μπελ στης μηλιάς τη σκιά.
Δεκαπέντε τα χρόνια μου μέσα στην πόλη,
η ζωή μου σε χρώματα γκρι,
κάθε νύχτα γυρνώ στο μικρό περιβόλι,
η λαχτάρα με τρέχει εκεί.
Επιμένεις κι εσύ, ποιητή με τις ρίμες,
να κεντάς με τους στίχους ζωή γελαστή.
Στο διαμέρισμα τοίχοι, βαριές οι κουρτίνες,
υψωμένη μπροστά μου μπετόν-φυλακή.
Αχ και να ’χα εκεί μιαν αγάπη,
σαν εκείνη την πρώτη, που άγουρα έχασα.
Στα «καλά» να γυρνούσα την πλάτη,
και να βρω τα παλιά μου που ξέρω πώς πέρασα.
Ποιητή, μη μ’ αφήνεις,
βάζε ρίμες πολλές
στην πεζή μου ζωή.
Έστω μόνο τις άδειες μου νύχτες
να γυρίζω εκεί!