Πέμπτη 16 Απριλίου 2020

Ο Ασύγκης


Έκλεισε χθες τα μάτια ο Ασύγκης,
δύο βδομάδες είχε να φανεί,
τριάντα χρόνια χήρος, ερημίτης.
Βαριεστημένα στην κηδεία οι χωριανοί.

Με όλους καλημέρα στο χωριό του,
μα φίλος του δεν ήτανε κανείς,
φαινότανε κλειστός στον εαυτό του
και ήθελε να μένει αφανής.

Σαν έμεινε απρόσμενα μονάχος,
τραβήχτηκε στου κόσμου τη γωνιά,
ανέκφραστος, το πρόσωπό του βράχος,
αόρατη στα χείλη κλειδωνιά.

Παράξενος, μυστήριος, χαμένος,
περήφανος, αδιάφορος, στριφνός·
κρυφά, απ’ όλους χαρακτηρισμένος,
μα φανερά, απ’ όλους σεβαστός.

Στο τέλος έχει φτάσει η κηδεία
και πριν τον τελευταίο ασπασμό,
αρχίζει ο παπάς μιαν ομιλία,
δυο λόγια να τους πει για το νεκρό:

Χαίρε, Ασύγκη, άνθρωπε του χρέους,
εσύ που ήθελες να μένεις αφανής,
και ζήτησες, το βάρος τού ελέους
ποτέ να μην αισθάνεται κανείς.

Σε όλους πια μπορώ να μαρτυρήσω,
Ασύγκη, το δικό σου μυστικό,
που μού ’δινες λεφτά να τα χαρίσω
σε τόσους συνανθρώπους στο χωριό.

Γι’ ανάγκες από χρέη κι ατυχίες,
γι’ ανήμπορους και γι’ άρρωστα παιδιά·
πως τάχα ήταν όλα χορηγίες
από ανώνυμο που ζει στην ξενιτιά.

Τώρα δακρύζουνε πολλοί στην εκκλησία,
ορθώνονται μπροστά τους ενοχές,
σαν τιμωρία η κρυφή ευεργεσία
για όσα λέγανε χωρίς αναστολές.

Θλιμμένος ο Ασύγκης επί χρόνια,
είχε μιαν άδολη ευαίσθητη ψυχή,
παρηγοριά του είχε κάνει τη συμπόνια
κι από λεπτότητα την κράτησε κρυφή.