Ασυννέφιαστη ήρθε η δεύτερη μέρα,
το χωριό μαυρισμένο στο άπλετο φως,
αραιοί απομένουν καπνοί στον αέρα,
του πολέμου ο νόμος αιώνες ωμός.
Των Βανδάλων απόγονοι, ανθρωποβόροι
τής αρίας φυλής, ιταμοί εμπρηστές,
και μαζί τους δοσίλογοι
πλιατσικοφόροι
σαν τις Άρπυιες μες στις φτωχές μας αυλές.
Πλυσταριά, αχυρώνες, σωσμένα στρωσίδια
της ανάγκης φιλόξενες τώρα φωλιές.
Oι γυναίκες επίμονες στ’ αποκαΐδια
πιατικά στραβωμένα μαζεύουν σκυφτές.
Στον αγώνα κι οι γέροντες ανασκαλίζουν
όποια σκεύη σπασμένα και πόρτες μισές,
για τις πρόχειρες στέγες οι άντρες φροντίζουν·
του καιρού δε θ’ αργήσουν υγρές απειλές.
Τα μικρά τραμπαλίζουν καμένα σανίδια,
μουντζουρώνουν τα δάχτυλα, βάφουν, γελούν,
των μεγάλων παιδιών τελειωμένα παιχνίδια,
των ωρίμων ευθύνες στους ώμους βαστούν.
Tα μαζεύουν οι ώρες, η μέρα μικραίνει,
οι γριές έχουν σκίσει το λίγο δαδί
και το σούρουπο πια στα ερείπια γέρνει.
Ξαφνικά στην πλατεία ακούνε βιολί.
«Ο Λαβάνης αρχίζει γνωστά του αστεία»,
οι μεγάλοι τον ξέρουν και κάποιοι γελούν,
λίγο–λίγο απλώνεται η φασαρία,
τα παιδιά, σαν ακούσαν, τροχάδην να δουν.
Μια σωσμένη ανάφτηκε ασετυλίνη,
ο Λαβάνης αργό έχει πάρει σκοπό,
τα παιδιά πανηγύρι νομίζουν θα γίνει,
δεν αργούν να σχεδιάσουν δικό τους χορό.
Δισταγμοί των μεγάλων στο κάλεσμα σβήνουν,
λιγοστοί στην αρχή σιγανά τραγουδούν,
τις δουλειές τους η Δέσπω κι η Γιάννω αφήνουν
και απ’ όλους μπροστά το χορό ξεκινούν.
Κι αν της μέρας η κούραση τους δυναστεύει
και οι πλάτες φωνάζουν, τα χέρια πονούν,
ο χορός τη μεγάλη τους λύπη παλεύει,
τα τραγούδια γλυκά τις ψυχές τους δονούν.
Να κι ο γερο–Νικόλας που όλο σχεδιάζει
των προγόνων μηνύματα, σαν του μιλούν,
τα ερείπια αφήνει, αργά πλησιάζει.
Το βιολί σταματά και το γέροντ’ ακούν.
«Κι αν κακούργοι τη φτώχεια μας την αβγαταίνουν,
μες στων χρόνων το διάβα μάς φέρνουν δεινά,
οι ψυχές μας ορθές τον καιρό τον προφταίνουν,
των σπιτιών μας η στάχτη τραγούδια γεννά.
Η κατάρα τού χτες λίγο-λίγο θα σβήνει,
η ζωή μας με πείσμα ξανά θα στηθεί,
το χωριό μας απόψε υπόσχεση δίνει,
ομορφότερο, πάλι στον κόσμο θα βγει».