Μόνο ένα διακοσάρι
μπόρεσα και ξάφρισα,
είμαι άτυχο λαμόγιο
που νωρίς την πάτησα.
Τώρα με τις
χειροπέδες χαίρεστε που βλέπετε,
όμως για την
προσφορά μου τίποτα δεν ξέρετε.
Της κλοπής μου θα
εκθέσω τα ευεργετήματα
κι ας τα πούνε,
όσοι θέλουν, ευφυολογήματα.
Ας με καταγγείλουν
κι άλλοι για αποκυήματα,
μόνο θέλω να
προσέξουν τα επιχειρήματα.
Ένα χαμηλό σπιτάκι
έχτισα στην κόρη μου,
κάπου εκατό
χιλιάδες έριξα στην πόλη μου.
Οικοδόμοι και
τεχνίτες – δέκα επαγγέλματα –
πληρωθήκαν τη
δουλειά τους, δεν τους είπα ψέματα.
Διακοπές σε
χωριουδάκια, αρκετά μου έξοδα,
χωρικοί
απελπισμένοι είχαν κάποια έσοδα.
Έκανα κι ευεργεσίες
σε φτωχά ιδρύματα
και ανήμπορων ανθρώπων
έλυσα προβλήματα.
Τις διακόσιες
χιλιαδούλες όλες τις δαπάνησα,
μέσα σε τριάντα
μήνες τίποτα δεν άφησα.
Έδωσα δουλειά σε
κόσμο, πήραν τόσα χρήματα,
και το κράτος απ’
τους φόρους είχε εισοδήματα.
Οι μεγάλοι που το
χρήμα το εξαφανίσανε,
στα Καϊμάν και στις
Σεϋχέλλες το εξασφαλίσανε,
άγνωστο πώς βρήκαν
τρόπο και αθώοι κρίθηκαν,
από τις
λαμογιολίστες μπόρεσαν και κρύφτηκαν.
Αθωώστε με και μένα
που κινώ τα χρήματα,
τόσοι άνθρωποι στη
χώρα είχαν ωφελήματα!