Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2012

Για τι πολέμησες πατέρα;


Χρόνια, πατέρα μου, σ’ έχω στο ράφι,
πάντα σε κοίταζα με θαυμασμό,
σήμερα σ’ έβαλα μες στο συρτάρι,
είναι το βλέμμα σου τώρα σκληρό.

Όταν με θράσος ζητήσαν τη γη μας,
φώναξες ΟΧΙ και βγήκες μπροστά,
άρβυλα τρύπια στη λάσπη, στα χιόνια,
μ’ εφ’ όπλου λόγχη στην Κορυτσά.

Σαν επιπέσαν κι οι Ούννοι στη χώρα-
πολιτισμένα του Γκαίτε παιδιά-
πιάσαν δουλειά απ’ την πρώτη την ώρα,
σκότωσαν, ρήμαξαν, κάψαν χωριά.

Πέρασες μπλόκα και καταδότες,
μαυραγορίτες αρπακτικά,
μέσα στην πείνα και μέσα στον τρόμο,
νίκησες χίλιες φορές τα θεριά.

Φύγαν οι Ούννοι και ήρθε το άγος
νέας εμφύλιας καταστροφής,
σε κυνηγήσανε σπιούνοι με πάθος,
μόλις που πρόλαβες να διασωθείς.

Έληξε ο πόλεμος, έμεινε η φτώχεια,
πήγες στα Βέλγια γι’ άλλη ζωή,
ήρθαν για μένα καλύτερα χρόνια,
κι άλλη θυσία δική σου, αγνή.

Κι όπως περνούσαν και φεύγαν τα χρόνια,
φάνηκαν όλα να πάνε μπροστά,
όμως τα έργα και άφθονα λόγια
σκέπαζαν πάντα κλεμμένα λεφτά.

Όταν απάνω ανάξιοι βγαίναν,
κοίταζα άβουλος, σαν θεατής,
στο περιθώριο άξιοι μέναν,
με τη δική μου την ψήφο ανοχής.

Λίγα τα όχι μου, κι ούτε μεγάλα,
άφθονα ναι, να περνάω καλά,
λίγα να δίνω εγώ στην πατρίδα,
όμως αυτή να μου δίνει πολλά.

Σαν νομοτέλεια η νέα φτώχεια,
τώρα επαίτης, βοήθεια ζητώ,
στους δανειστές μου προσφέρω τη χώρα,
δίχως ντροπή, ό,τι βρίσκω πουλώ.

Πώς να σε βλέπω στο ράφι, πατέρα,
πώς να τολμήσω ξανά να σε δω,
άρπαγες, κάφρους τούς έκανες πέρα,
μες στην πατρίδα τούς φέρνω εγώ.

Τώρα δικές τους ακόμα κι οι ακτές μας
και τα παιδιά μου γκαρσόνια φθηνά,
ξένοι θα είμαστε μες στις αυλές μας,
θα ’ναι στο σπίτι μας αφεντικά.

Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2012

...Με βάλλουν... στην 20η


Σύμμαχοι παλιοί και φίλοι κάθε λίγο με προσβάλλουν,
τα στατιστικά μου ψάχνουν και τα αντιπαραβάλλουν,
μα πολλοί μου συνεταίροι αδιαντρόπως υπερβάλλουν,
ψέματα δικά τους κι άλλα σε αλήθειες μεταβάλλουν,
αξιωματούχοι ξένοι απειλούν και με διαβάλλουν
και το ηθικό μου θέλουν διαρκώς να καταβάλλουν,
άσπονδοι εχθροί κοιτάζουν στην ΑΟΖ μου να εισβάλουν  
κι εύχονται απ’ την Ευρώπη αύριο να μ’ αποβάλουν.

Πληροφοριοεμπόροι  κιτρινοκραυγές εκβάλλουν,
σε ανησυχίες νέες κάθε μέρα με εμβάλλουν,
τιμητές πολλοί φωνάζουν και στη σύγχυση συμβάλλουν,
μα προτάσεις που ν’ αξίζουν ούτε και συνυποβάλλουν.

Τροϊκανοκυβερνήτες τα σωστά τα αναβάλλουν,
κάθε λίγο και λιγάκι σ’ εξετάσεις μ’ υποβάλλουν,
νέα μέτρα κι άλλα μέτρα συνεχώς μού επιβάλλουν
και για τα λεγόμενά τους και οι ίδιοι αμφιβάλλουν.

Ξένοι ταπεινοί πολίτες φιλικά με περιβάλλουν
και στα όποια αρνητικά μου, τα καλά μου παραβάλλουν. 
Τα καλά ζητώ να λάμψουν και γυαλιά σ’ όλους να βάλουν,
στην πατρίδα ηλιαχτίδες, δε μπορεί, θα ξεπροβάλουν.

Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2012

Πώς ξεκινά το ποίημα


Πότε μια λέξη, πότε μια φράση,
κάποια ιδέα, καινούρια, παλιά,
γίνεται σπίθα, γίνεται φλόγα
και ξεκινάει να καίει η φωτιά.

Έναυσμα γίνεται και ένα βλέμμα,
ένα χαμόγελο κάποιας στιγμής,
κάποτε δάκρυ με ξέχειλη πίκρα,
όμως και δάκρυ χαράς περισσής.

Άπειρα κίνητρα κι όλη η φύση·
δέντρα, λουλούδια, δοξάρια, πηγές,
σύννεφα, χρώματα μέσα στη δύση,
άστρα, φεγγάρια, αηδόνια πλαγιές.

Πέρ’ απ’ τη φύση και πάνω απ’ όλα,
πρώτη αιτία μου είσαι εσύ,
λέξεις και φράσεις γεμάτες με σένα,
πρώτο μου ποίημα μες στη ζωή.

Όταν η σκέψη μου μένει σε σένα,
σαν την πλημμύρα οι λέξεις ορμούν,
κι άλλο χαρτί απαιτεί το μολύβι,
στίχοι που δεν προλαβαίνουν να βγουν.

Κι όταν το ποίημα φτάσει στο τέρμα,
βλέπω τους στίχους ξανά και ξανά,
φλόγα καινούρια καθένας ανάβει,
νέο ξεκίνημα γίνεται πια.