στον Α.Γ.
Έγιναν,
πέρσι, πενήντα τα χρόνια,
χρόνια
δουλειάς, ο αγώνας σκληρός,
βάρυναν
πια στο κεφάλι τα χιόνια
κι
όλο πιο γρήγορα φεύγει ο καιρός.
Χρόνος
ολόκληρος έχει περάσει,
ψάχνω
να βρω έναν κάποιο ρυθμό,
στα
εβδομήντα σχεδόν έχω φτάσει,
και
ξανασκέφτομαι για το σκοπό.
Έχω
μεγάλο πανάκριβο σπίτι,
ζούμε
οι δυο μας, μάς είναι πολύ,
χρόνια
πια έχουμε μόνοι μας μείνει,
σπάνια
βλέπουμε τώρα παιδί.
Τρία
πτυχία ο γιος ο μεγάλος,
τρία
πτυχία ο γιος ο μικρός,
ένας
Λονδίνο, ο άλλος Παρίσι,
ένδοξος
μένει για μας ο καημός.
Θέσεις
σπουδαίες, μεγάλες ευθύνες,
χρόνο
ελεύθερο πού να τον βρουν,
άφθονο
χρήμα στις ξένες πατρίδες,
σπάνια
βρίσκουν τις μέρες να ρθουν.
Όμοια
κι εγώ απ’ το χρόνο χαμένος,
πέρα
και πάνω απ’ όλα η δουλειά,
πέρασαν
κι έφυγαν χρόνια πενήντα,
άφησαν
πίσω τους μόνο λεφτά.
Χρόνος
ολόκληρος έχει περάσει,
ψάχνω
να βρω έναν κάποιο ρυθμό,
οι
εκδρομές μ’ έχουν κιόλας κουράσει,
και
ξανασκέφτομαι για το σκοπό.
Μου
’χουν συστήσει βιβλία, εκθέσεις,
θέατρα,
δρώμενα, τέχνες καλές,
αν
από νέος αυτά δεν τα θρέψεις,
βάρος
το σήμερα, πάει το χθες.
Χρόνος
ολόκληρος έχει περάσει,
έτσι
γυρνώ από δω κι από κει,
μες
στη δουλειά ούτε είχα αδειάσει,
μόνος
σκοπός ήταν το μαγαζί.
Άδειο
το σπίτι, γεμάτο ανέσεις,
άδειος
ο κόσμος, γεμάτος πολλά,
άδεια
η πόλη, γεμάτη εκθέσεις,
άδειος
κι εγώ με τα χίλια καλά.