Φτωχοί
οι παππούδες, φτωχοί κι οι γονείς του,
μα
τίμιοι, άξιοι κι εργατικοί,
κατάφερε
σπούδασε, πήρε πτυχίο,
το
σόι καμάρωσε για την τιμή.
Γνωστός
τού παππού του σε καίριο πόστο,
ανέλαβε,
θέση να βρει στο παιδί,
του
ζήτησε βέβαια νά ’ρθει στο κόμμα,
και
κάτι δικό του τού είπε στ’ αυτί.
Αθήνα
ο νέος, μακριά το χωριό του,
υπάλληλος
τώρα σε θέση κλειδί,
μικρός
αλλά σίγουρος είν’ ο μισθός του,
εξέλιξη
θα ’χει, του είπαν, καλή.
Παππούς
και πατέρας με ίδια τα λόγια,
ευχή
και κατάρα τού δώσαν βαριά,
να
μην αμαυρώσει ποτέ τ’ όνομά του,
το
χέρι του να ’χει απ’ το μέλι μακριά.
Κυλήσαν
τα χρόνια, κυλήσαν τα λόγια,
περάσαν
και φύγαν πολλοί υπουργοί,
σε
θέσεις κλειδιά και στου κράτους υπόγεια,
σκαθάρια
δουλεύαν, σκουλήκια κι ασβοί.
Μεσήλικας
τώρα ο άβγαλτος νέος,
με
άφθονο πλούτο κρυφό, φανερό,
τα
λόγια του λίγα, στο ύφος σπουδαίος,
μα
δεν εμφανίζεται πια στο χωριό.
Ανήσυχος
είδε τον πλούτο ο πατέρας,
του
γέρου τού θύμισε τη συμβουλή,
καλύτερο,
του ’πε, το φως τής ημέρας,
κι
ας είναι του σκότους το χρήμα πολύ.
Ωραία
τα λόγια, των γέρων σοφία,
καλά
να τα λες και να γράφεις πολλά,
σαν
πέσουν τα χέρια στο εύκολο χρήμα,
οι
λίγοι αντέχουν να φύγουν μακριά.
Και
τώρα που ήρθε απρόσμενη μπόρα,
και
κάποια υπόγεια πιάσαν φωτιά,
κοινά
μυστικά βγήκαν πλέον στη φόρα,
ονόματα
άφθονα στην ξαστεριά.
Στο
σπίτι κλεισμένος ο γέρος πατέρας,
με
οίκτο τον βλέπουν πολλοί χωριανοί,
κατάρα
η θέση, κατάρα το χρήμα,
τον
ύπνο του σκιάζουν προγόνοι παλιοί.