Φιλότιμος, μακρόθυμος, πηγαίος,
ειλικρινής και προσηνής,
ανυστερόβουλος, γενναίος,
ευαίσθητος, αλτρουϊστής.
Επαίνους και χτυπήματα στην πλάτη
είχε μαζέψει και χαρεί από μικρός.
Δεν κάκιωνε στις ψεύτικες φιλίες,
με όλους καθαρός και ανοιχτός,
ούτε διύλιζε φτηνές υποκρισίες.
Και ήμερα κυλούσε ο καιρός.
Μα έφτασε το πλήρωμα του χρόνου,
σαν τον πλημμύρισε το ψέμα το πολύ
με κολακείας σκοπιμότητες χυδαίες,
εκμεταλλεύσεις δίχως κάποια συστολή.
Ξαναμελέτησε τις όμορφες ιδέες.
Κι άφησε πίσω του το άδολο παιδί.
Γυρίσανε ανάποδα οι δείκτες
και υποψίες τού καρφώθηκαν στο νου,
εκεί που έβλεπε μονάχα καλοσύνες,
τώρα ξεφύτρωνε η όψη τού κακού.
Τους άφησε ανάποδα τους δείκτες
να σβήνουνε γοργά το παρελθόν,
συμμάζεψε αγάπες και φιλίες
κι όρθωσε φράχτη στο δικό του το παρόν.
Ξεφόρτωσε το βάρος των επαίνων
και των χαμόγελων την άφθονη βαφή.
Πήρε στα χέρια του τη ρότα των ανέμων,
από των άλλων την τριβή ν’ απαλλαγεί.
Ελεύθερος στη νέα του πορεία,
στην άκρη τα φορτία τα παλιά.
Μα έπεσε βαριά η εμπειρία,
θηρίο ψυχοβόρο η μοναξιά.
Ετούτη η ακραία
ελευθερία
είχε μιαν άλλη, κατασκότεινη, πλευρά.